ΚΟΡΗ
Στις άψογες πτυχώσεις του
φύλου της μια Κόρη στη μεγάλη αίθουσα των γλυπτών κλέβει στιγμές που ο χρόνος
δεν φίλησε ακόμη. Για φαντάσου! Ένα
μειδίαμα λάμπει κάτω από το μάρμαρο τόσο
που φωτίζει τις ταινίες των μαλλιών της. To φως του χαϊδεύει απαλά τη διάφανη
αυταπάτη μιας θηλυκής τελείωσης. Πάντα θα ψάχνει η Κόρη για ένα δικό της
δωμάτιο, γεμάτο θηλυκή αρμονία μέσα στην
ιωνικού ρυθμού λεπτότητα. Πάντα θα ψάχνει ένα λίθινο καταφύγιο κάτω από το παράθυρο για να καθίσει αναπαυτικά, να γράψει και μετά να
κρύψει τα χειρόγραφά της ή καλύτερα να τα μεταγράψει σε δωρική γραμματοσειρά, να σκεφτεί αν γυναίκα
γεννιέσαι ή γίνεσαι. Να υψώσει το βλέμμα στον μελανόμορφο ουρανό. Πόση ανάγκη κρύβεται σε ένα κοίταγμα της
Σελήνης; Να ζωγραφίσει την Ιφιγένεια με μάτια ελαφίσια, την Πηνελόπη να υφαίνει
λινά κομμάτια μνήμης, να κεντήσει ουρές γοργόνας ή στήθος της Χίμαιρας. Και
μετά; Και μετά να σωπάσει μέχρι να κυλήσει στη ραχοκοκαλιά της όλη η ενέργεια της Γης. Και μετά να ψάλλει
μήτρα και μητέρα για να κινηθούν οι πτυχώσεις του χιτώνα της. Τότε τα φώτα του
Μουσείου γίνονται μελάνι και μέσα στο μελάνι ξεκινά ο χορός. Κυκλωτικός. Ερωτικός.
Γυναικείος.