Monday, October 5, 2020

Álvaro Mutis, Το συμπόσιο του Βαλτάσαρ (El festín de Baltasar)

 




ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ ΒΑΛΤΑΣΑΡ

Στη σκιά των ψηλών αιθουσών από καθαρή πέτρα,
το θηρίο του συμποσίου ακόμη μουρμουρίζει την αδιάλειπτη προσευχή του.
Μια αθόρυβη σκόνη συναγμένη απ’ τα χρόνια
βουβαίνει τη μουσική των πικρών χάλκινων
που ανακοίνωσαν τα τελευταία λόγια.
Αναπαύει την αδύναμη ύλη του στη σιλουέτα των θηρίων 
των πιασμένων στην μεγαλόπρεπη έκφραση του λιονταριού 
που αγωνίζεται ενάντια στα σκληρά δόρατα της ημέρας, 
ενάντια στα νερά του θανάτου.
Τα σαγόνια του ακόμη μιλούν για το βίαιο μεγαλείο του παρελθόντος,
όταν τα μουλάρια με το σκληρό κρέας κλωτσούσαν ανυπεράσπιστα στις εσωτερικές αυλές 
και οι υπηρέτες έβγαιναν να τα χαζέψουν 
στα υποχρεωτικά διαλείμματα της γιορτής. 
Στο απέραντο κενό των δωματίων, ένας ξηρός και εκτεταμένος θόρυβος
ξύλου με ξύλο, νερού με αιθάλη στις χωματερές του λιμανιού,
αφυπνίζει τα τυφλά έντομα και κυματίζει τους ιστούς της αράχνης
σαν σημαίες στην ομίχλη μιας πρωινής ενέδρας.
Είναι τα βήματά του που παραμένουν, ο θόρυβος των όπλων του,
το τρίξιμο των ευκίνητων οστών του του πολεμιστή,
το πυρετώδες τρεμόπαιγμα των ματιών του,
το ασφαλές του άγγιγμα πάνω στα καθημερινά πράγματα,
αυτή η κίνησή του πάνω στη γη, 
όπως κάποιος που έρχεται να δώσει μια εντολή και φεύγει εκ νέου.
Δεν του ήταν αρκετοί οι βίαιοι και αφρώδεις χείμαρροι,
όπου πήγαιναν να πεθάνουν τα ψάρια ενάντια στις λείες πέτρες 
τις σημαδεμένες με το πέρασμά του των πέντε ωραίων δακτύλων του επιδέξιου κυνηγού.
Δεν ήταν αρκετά, στη διαταραγμένη πριγκιπική του κατάστασή,
τα σκιερά δάση όπου τα μεταλλικά φύλλα των δέντρων
ψιθύριζαν την προσευχή ενός επικείμενου φθινοπώρου.
Δεν υπήρχε τίποτα για την ανακούφιση της οργής του
σαν βάτος που καίει σε τραχιά διαμάχη.
Ούτε τα συνεχή ταξίδια στο βασίλειο των ήρεμων κυρίαρχων
του οποίου το φύλο εξουσίαζε μια διακεκομμένη και ηλιακή ταλάντωση των γοφών,
ακόμα λιγότερο το προσκύνημά του κατά μήκος των εκτεθειμένων παραλιών,
πλατιών όπως το φύλλο μπανάνας
που δέχονται την επίσκεψη μιας θάλασσας σε ακραίο κρύο.
-Στάχτη αραιωμένη στα λευκά τραπεζομάντιλα της αυγής -
Όταν η κόπωση του έκλεισε όλους τους δρόμους,
προέκυψε η ιδέα του συμποσίου.
Τα ιερά πράγματα συγκέντρωσαν την κόπωσή του
και προετοίμασαν το κρεβάτι της τελευταίας του μέρας.
Εκείνο των σκευών δεν είχε σημασία.
Άλλοι πριν απ’ αυτόν τα είχαν βεβηλώσει
με ακόμα πιο σκοτεινές προθέσεις.
Αυτοί οι ίδιοι, αποκτηνωμένοι από την ενατένιση
του επιφυλακτικού και πανούργου Θεού τους,
είχαν, κατά καιρούς, αμαρτήσει με τα σκεύη,
κυλώντας στο έδαφος τα βαριά κηροπήγια του ναού
και σχίζοντας τα γκρίζα παραπετάσματα του βωμού.
Ούτε η θορυβώδης παρουσία των πορνών
ήταν η αιτία της οργής. Η χώρα του ήταν μια χώρα γυναικών.
Κρύες συχνά και αδέξιες για το γούστο του,
αλλά μερικές φορές ακόλαστες και σκληρές, άπληστες και ακόρεστες
όπως η κοκκινωπή άμμος που ταξιδεύει
και καλύπτει πόλεις και διεισδύει μακριά στη θάλασσα.
Η οργή προήλθε από πιο κρυφά μονοπάτια,
από ακόμη πιο μυστικές πηγές
που απέρρεαν από τη μοναξιά της εξουσίας του,
όπως η πληγή που απελευθερώνει τις οδύνες της
ή όπως οξειδώνεται το μέταλλο των τροπίδων.
Η προσδιορισμένη ημερομηνία πλησίαζε 
διαμέσου εβδομάδων λήθαργου και ενόχλησης.
Μέρες και μέρες αυξανόμενης γαλήνης και περιβόητης σιωπής,
προηγήθηκαν της αβίαστης παρέλασης των εκλεκτών.
Μια μεγάλη θλίψη έγινε στο βασίλειο.
Το χρονικό όριο πλησίαζε και η ηρεμία του μονάρχη
εξαπλώθηκε σαν ένας σκοτεινός μανδύας από ζεστή και ψιλή βροχή
που χτυπά στην ξηρή σκόνη της αναμονής.
Πώς να μιλήσεις γι’ αυτή την περίοδο 
στη διάρκεια της οποίας προετοιμάζονταν τόσα πολλά γεγονότα;
Με τι να τη συγκρίνεις στην πορεία της την φαινομενικά τόσο πράα
κι ωστόσο φορτωμένη με τόσο σκληρές και τρομερές εικόνες;
Ίσως με ένα καλώδιο που ξετυλίγεται γρήγορα διαιρώντας την πλήξη.
Ή, καλύτερα, με τον ύπνο των αδάμαστων αλόγων
που σταματά τη νύχτα στη μέση της μανίας του.
Οι σκιές στους τοίχους, ο άψυχος καπνός των πυρσών,
έφυγαν με την άφιξη των επισκεπτών.
Μερικοί ήρθαν μ’ ένα πουλί στον ώμο και όψη νομίσματος.
Άλλοι, γλοιώδεις και με λόγους ιδιαίτερης σύνεσης.
Πολλοί με τη γκρίζα απλότητα του πολεμιστή
και κάποιοι, οι λιγότεροι, κοίταζαν δύσπιστα
γνωρίζοντας με βεβαιότητα αυτό που θα ερχόταν αργότερα,
αφού έφταναν από πολύ μακριά και αυτό τους έκανε οξυδερκείς και σοφούς.
Από την κοκκινωπή λάμψη των όπλων
που ήταν σωρευμένα σε μια γωνιά της κτηρίου, κίνησε η εντολή.
Οι ταπεινοί, οι σκιώδεις υπηρέτες,
κοίταζαν αφηρημένα τη γη,
σαν να έβλεπαν στο παρελθόν της
την ώρα της ηρεμίας ή την καφέ ρίζα του πόνου τους.
Μέσα, όλος ο κόσμος στο πόδι, οι περήφανοι φιλοξενούμενοι,
σηκώνουν τα χέρια τους και διακηρύσσουν την παρουσία τους σε υψηλές φωνές.
Και έτσι ξεκίνησε το μονότονο τρένο του συμποσίου.
Έτσι ξεκίνησε η βαριά φουσκοθαλασσιά των λέξεων και των χειρονομιών 
που σηματοδοτεί το κρασί με το λευκό σήμα του περάσματός του,
με την κορώνα του τη δίκοπη.
Τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά.
Είναι μια παλιά ακολουθία τετριμμένης μνήμης.
Μετά τις τρεις λέξεις, όταν το χέρι που τις είχε γράψει
διαλύθηκε στη σκιά της οροφής από κέδρο,
το βασίλειο γνώριζε το τέλος του, την ολοκλήρωση της δόξας του.
Η διευθέτηση της αταξίας έγινε την αυγή,
το άκαμπτο σώμα περίμενε σε επιβλητική διάσταση, 
με τα μάτια σταθεροποιημένα ήδη για πάντα στην ήσυχη κρυψώνα
που έψαχναν με τόση προσπάθεια.
Γαλάζια τζάμια της νύχτας, αστέρια σε κίνηση.
Σταθερός τροχός δίχως δόντια με το λείο αποτύπωμα της καταστροφής. 
Άνεμος εκθρονισμένος της αυγής
που περνά χωρίς να αγγίζει τις ψηλότερες κορυφές των δέντρων, 
χωρίς να σαρώνει τα αίθρια της αγοράς, χωρίς καν σκιά.
Η πράα γη του κατευνασμένου βασιλείου του διατηρεί τα υπολείμματά του,
περιμένοντας την κηδεία της λησμονιάς που προετοιμάζεται στον πυθμένα των ματιών του,
όπως η άφιξη ενός αρχαίου σύννεφου
γεννημένου στη μέση της θάλασσας που λικνίζει τον ήλιο του μεσημεριού.

El festín de Baltasar

En la sombra de las altas salas de casta piedra, 
murmura aún la bestia del banquete su rezo interminable. 
Un quieto polvo reunido por los años, apaga la música de los amargos cobres que anunciaron las últimas palabras. 
Descansa su débil materia en el perfil de las bestias detenidas en el amplio gesto del león que se debate contra las duras lanzas del día, contra las aguas de la muerte. 
Sus fauces dicen aún de la violenta grandeza del pasado, 
cuando los mulos de dura carne coceaban indefensos en los patios interiores y los sirvientes salían 
a contemplarlos en los intermedios obligados del festín. 
En la vasta oquedad de los aposentos, un ruido seco y extendido 
de madera con madera, de agua con hollín en los vertederos del 
    puerto, 
despierta los ciegos insectos y ondea las telarañas 
como banderas en la niebla de una emboscada matutina. 
Son sus pasos que perduran, el ruido de sus armas, 
el crujir de sus ágiles huesos de guerrero, 
el parpadeo febril de sus ojos, 
su tacto seguro sobre las cosas cotidianas, 
ese moverse suyo sobre la tierra, como quien llega para dar una orden y parte de nuevo. 
No le bastaron las violentas y espumosas torrenteras, 
a donde iban a morir los peces contra las lisas piedras marcadas con su paso de cinco hermosos dedos de hábil cazador. 


No bastaron a su desordenada condición de príncipe, 
los bosques sombríos en donde las hojas metálicas de los árboles 
murmuraban la plegaria de un otoño inminente. 
Nada hubo para el sosiego de su ira 
como zarza que arde en ronco duelo. 
Ni los continuos viajes al reino de las reposadas soberanas 
cuyo sexo regía un balanceo intermitente y solar de las caderas, 
ni menos aún su peregrinación por las playas expósitas, 
anchas como la hoja del banano 
y visitadas por un mar en extremo frío. 
—Ceniza diluida en los blancos manteles del alba— 
Cuando el cansancio le cerró todos los caminos, 
surgió la idea del banquete. 
Las cosas sagradas acumularon su hastío 
y prepararon el lecho de su último día. 
Lo de los vasos no tenía importancia. 
Otros antes que él los habían profanado 
con intenciones aún más oscuras. 
Ellos mismos, embrutecidos por la contemplación 
de su Dios cauteloso y artero, 
habían, en ocasiones, pecado con los vasos, 
haciendo rodar por el suelo los pesados candelabros del templo 
y rasgado los grises velos del altar. 
Tampoco la bulliciosa presencia de las rameras 
fue la causa de la ira. Su país era un país de mujeres. 
Frías a menudo y descuidadas de su placer, 
pero en ocasiones viciosas y crueles, ávidas e insaciables 
como las rojizas arenas en viaje 
que cubren ciudades y penetran largamente en el mar. 
La ira vino por más escondidos caminos, 
por fuentes aún más secretas
que manaban de la soledad de su mandato, 
como la herida que libera sus duelos 
o como se oxida el metal de las quillas. 
La fecha señalada se acercaba por entre semanas de sopor y  
   fastidio. 
Días y días de creciente quietud y de notorio silencio, 
precedieron al pausado desfile de los elegidos. 
Una gran tristeza se hizo en el reino. 
El plazo se acercaba y la tranquilidad del monarca 
se extendió como un oscuro manto de lluvia tibia y menuda 
que golpea en el seco polvo de la espera. 
¿Cómo decir de este tiempo durante el cual se prepararon tantos 
    hechos? 
¿Cómo compararlo en su curso al parecer tan manso 
y sin embargo cargado de tan arduas y terribles 
    especies? 
Tal vez a un cable que veloz se desenrolla dividiendo el hastío. 
O, mejor, al sueño de caballos indómitos 
que detiene la noche en mitad de su furia. 
Las sombras en las paredes, humo sin alma de las antorchas, 
huyeron con la llegada de los invitados. 
Unos acudían con un ave en el hombro y perfil de moneda. 
Otros, untuosos y con razones de especiosa prudencia. 
Muchos con la gris sencillez del guerrero 
y algunos, los menos, observaban desconfiados 
sabiendo con certeza lo que más tarde vendría, 
pues llegaban de muy lejos y esto los hacía agudos y sabios. 
Del rojizo brillo de las armas 
que amontonaron en un rincón del recinto, partió la orden. 
Los humildes, los oscuros servidores, 
contemplaban la tierra vagamente, 
como si buscaran en su pasado 
la hora del sosiego o la parda raíz de su duelo. 
Adentro, todos los hombres de pie, los soberbios invitados, 
alzan el brazo y proclaman su presencia en altas voces. 
Y así comenzó el monótono treno del festín. 
Así se inició el pesado oleaje de palabras y gestos que marca el vino con la blanca señal de su paso, 
con su corona de doble filo. 
De lo demás, ya se sabe. 
Es una antigua secuencia de trajinada memoria. 
Después de las tres palabras, cuando la mano que las había 
    escrito 
se disolvió en la sombra del techo de cedro, 
el reino supo de su fin, de la consumación de su gloria. 
La gestión del desorden se hizo a la madrugada, 
el cuerpo rígido esperaba en imponente extensión, con los ojos fijos ya para siempre en la tranquila guarida 
que buscara con tanto empeño. 
Vidrios azules de la noche, astros en ruta. 
Fija rueda sin dientes con la lisa huella del desastre. Viento destronado del alba 
que pasa sin tocar las más altas copas de los árboles, sin barrer las terrazas del mercado, sin sombra siquiera. 
La mansa tierra de su reino apaciguado, sostiene sus despojos, 
en espera del funeral de olvido que se prepara en el fondo de sus 
    ojos, 
como la llegada de una nube antigua 
nacida en medio del mar que mece el sol del mediodía.

No comments:

Post a Comment