Friday, March 19, 2021

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ (1853-1919), "ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑ"



[Με το ποίημα αυτό σατιρίζεται ο λόγος του τότε πρωθυπουργού, Χαριλάου Τρικούπη, που στον οικονομικό του απολογισμό έβγαλε τον προϋπολογισμό όχι μόνο ισοσκελισμένο αλλά και με περίσσευμα.] 

ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑ

Ω τρισολβία, ευτυχής, ανέλπιστος ημέρα,

της εβδομάδος ταυτησί σημαντική Δευτέρα,

ω εικοστή εβδόμη συ αυτού του Οκτωβρίου,

ημέρα περισσεύματος τοσούτον σωτηρίου,

ημέρ’ αναγεννήσεως, Δευτέρα παρελθούσα,

προς του Βοσπόρου τας ακτάς τους Έλληνας ωθούσα.


Ω τρισολβία, ευτυχής, ανέλπιστος ημέρα,

της εβδομάδος ταυτησί σημαντική Δευτέρα,

στης ιστορίας τας χρυσάς θ’ αναγραφείς σελίδας,

διότι συ αναγεννάς τας τόσας μας ελπίδας,

και συ αργά ή γρήγορα θ’ ανοίξεις νέους δρόμους

εις καπνοφάντας μυστικούς, κλητήρας κι αστυνόμους.


Ουδ’ όταν ο Αρχάγγελος εκείνος του Κυρίου

σαλπίσει την συντέλειαν των αιωνίων νόμων

και μέχρι των εσχατιών παντός ημισφαιρίου,

τοιούτον λυσιγόνατον δεν θα γεννήσει τρόμον,

οποίον το περίσσευμα του νυν Πρωθυπουργού,

περίσσευμα ψηλαφητόν χειρός θαυματουργού.


Ούτ’ εθαμβώθη Νάρκισσος ιδών εντός πηγής

αντικατοπτριζόμενα τα ρόδα της μορφής του,

καθώς ο νυν Πρωθυπουργός της δοξασμένης γης

εμπρός εις το περίσσευμα της αριθμητικής του.

Το βλέπει, το αναμετρά, κι άλλο ζητεί να εύρει,

και πώς το εκατάφερε κι αυτός δεν το ηξεύρει.


Ω ποθητόν περίσσευμα, γλυκύτατον, ωραίον,

καθώς την ράβδον θαυμαστόν του πάλαι Μωυσή,

που μ’ έν της μόνον κτύπημα τα τέκνα των Εβραίων

αβρόχοις διεπέρασαν την Ερυθράν ποσί.

Και νυν προς το περίσσευμα εκτείνωμεν τας χείρας,

υμνούντες τους θαυματουργούς, υμνούντες τους σωτήρας.

Νοέμβριος 1886



Saturday, February 13, 2021

Fredric Brown, Απάντηση (Answer, 1954)

 


Ο Ντγουαρ Εβ τελετουργικά συγκόλλησε την τελική σύνδεση με χρυσό. Τα μάτια μιας ντουζίνας τηλεοπτικών καμερών τον παρακολουθούσαν και το υποαιθερικό δίκτυο μετέφερε σε όλο το σύμπαν μια ντουζίνα εικόνες από αυτό που έκανε.

Ορθώθηκε, έκανε ένα νεύμα στον Ντγουαρ Ρέιν, και στη συνέχεια μετακινήθηκε σε μια θέση δίπλα στον διακόπτη που θα ολοκλήρωνε την επαφή όταν θα τον κινούσε. Τον διακόπτη που θα συνέδεε, ταυτόχρονα, όλες τις τερατώδεις υπολογιστικές μηχανές όλων των κατοικημένων πλανητών στο σύμπαν -ενενήντα έξι δισεκατομμυρίων πλανητών- στο υπερκύκλωμα που θα τις ένωνε όλες σε έναν υπερυπολογιστή, μια κυβερνομηχανή που θα συνδύαζε όλες τις γνώσεις όλων των γαλαξιών.

Ο Ντγουαρ Ρέιν απευθύνθηκε σύντομα στα τρισεκατομμύρια που παρακολουθούσαν και άκουγαν. Στη συνέχεια, μετά από μια στιγμή σιωπής είπε:

«Τώρα, Ντγουαρ Εβ»

Ο Ντγουαρ Εβ κίνησε τον διακόπτη. Έγινε ένα δυνατό βουητό, η εκτίναξη της ενέργειας από ενενήντα έξι δισεκατομμύρια πλανήτες. Φώτα αναβόσβησαν και ησύχασαν σε όλο το εύρος του πίνακα με το μήκος χιλιομέτρων.

Ο Ντγουαρ Εβ οπισθοχώρησε και πήρε μια βαθιά ανάσα:

«Η τιμή να κάνεις την πρώτη ερώτηση είναι δική σου, Ντγουαρ Ρέιν».

«Ευχαριστώ», είπε ο Ντγουαρ Ρέιν. «Θα είναι μια ερώτηση στην οποία καμία κυβερνομηχανή δεν μπόρεσε να απαντήσει από μόνη της».

Στράφηκε προς τη μηχανή:

«Υπάρχει Θεός;»

Η πανίσχυρη φωνή απάντησε χωρίς δισταγμό, χωρίς το κλικ ούτε ενός ρελέ:

«Ναι, τ ώ ρ α υπάρχει Θεός».

Ξαφνικός φόβος έλαμψε στο πρόσωπο του Ντγουαρ Εβ. Πήδηξε για να αρπάξει τον διακόπτη.

Ένας κεραυνός από τον ασυννέφιαστο ουρανό τον έριξε νεκρό και έλιωσε τον διακόπτη.

[Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης]

Monday, January 4, 2021

Χρήστος Χρηστοβασίλης (1862-1937): "Ο Γυναικάντρας" [Περιοδικό Μπουκέτο 75 1925]

 


Στο θεσσαλικό χωριό Βρόστιανη ζούσε μέχρι του 1895 το περιεργότερο λείψανο της Ελληνικής Επαναστάσεως: Μαρία ήτο τ’ όνομά της και είχε γεννηθεί το 1815 στην επαρχία της Καρδίτσης, στον Δήμο Γόμφων από γονείς τσοπάνηδες. Η Μαρία ήτο το 7ον και τελευταίο κορίτσι του πατέρα της, ο οποίος στενοχωριότανε και καταριότανε την τύχη που δεν απέχτησε αρσενικό παιδί «να βόσκει τα πράματα, να κάνει χωράφι, να ρίχνει το λιθάρι κ.λπ.».

Μα ωστόσο η Μαρία μεγάλωνε και γινότανε όμορφη και δυνατή. Ήταν 16 χρονών, όταν μια νύχτα χειμωνιάτικη έπεσε λύκος φοβερός στο κοπάδι του πατέρα της, που ήταν αφημένο έρημο στο μαντρί, γιατί αρσενικό παιδί να το φυλάξει δεν υπήρχε. Πρώτος έμαθε τη συμφορά ο πατέρας της Μαρίας και άρχισε να κλαίει και να καταριέται τη Μοίρα του.

— Αχ, αν είχα ένα αρσενικό, δεν θα τα πάθαινα ταύτα ο έρμος!

Η Μαρία θέλησε να τον παρηγορήσει.    

— Σώπα, πατερούλη μου κι ούλα θα φτιάξουνε... θα δεις...

Γδύνεται τα φουστάνια της η Μαρία, φορεί αντρίκεια ρούχα —μια παλιά φορεσιά τού γέρου της,— βάζει το σελάχι του, τ’ άρματά του, το φέσι του στραβά τσακισμένο, και βγαίνοντας μπροστά στον γέρο, που καθότανε σε μια πέτρα με κατεβασμένο το κεφάλι, του λέει με προσποιητή αντρίκεια φωνή.    

— Μην κλαις, αφέντη μου, τώρα έγινα άντρας! Θα φυλάου τα γίδια και τα πρόβατα, θα κάνου χουράφ’, θα πααίνου στα Τρίκαλα να ψουνίζου, θα φυλάου τ’ αμπέλ’ και θα πιάνου ό,τι αντρίσια δουλειά...

Ύστερα από τα λόγια αυτά, βγήκε να μαζέψει τα σκορπισμένα από τον λύκο γιδοπρόβατα, ενώ ο πατέρας της έτριβε τα μάτια του, μη μπορώντας να πιστέψει πως η Μαρία του γίνεται «αρσενικό παιδί».

Sunday, November 29, 2020

Περιοδικό Νόημα, τόμος 10 - Οκτώβριος 2020. Περιεχόμενα

 


Τα περιεχόμενα του 10ου έντυπου τεύχους του περιοδικού Νόημα
Μέρος Πρώτο: Έρευνα-Δοκίμιο-Στοχασμός
Ευάγγελος Αδάμος
Διεργασίες διαμόρφωσης της ταυτότητας του φύλου
Εμμανουήλ Αργυρίου
Μελεάγρου, «Αθέτηση όρκων», Παλατινή ανθολογία V 8
Στυλιανός Αρχοντίδης
Υφολογικές επισημάνσεις στα επιμέρους βιβλία της Καινής Διαθήκης
Ηλίας Βαβούρας
Φιλοσοφία, Ιατρική και Μελαγχολία: η ιδιότυπη φιλοσοφική σχέση Δημοκρίτου-Ιπποκράτη
Γιώργος Βαχτανίδης
Η πρακτική διάσταση της φιλοσοφίας σήμερα
Ιωάννης Κ. Γεωργίου
Μαραθώνας-Σαλαμίνα. Μιλτιάδης-Θεμιστοκλής
Ελένη Γκιργκένη
Προτάσεις οπτικοακουστικής παιδείας στον χώρο της τυπικής εκπαίδευσης
Ξανθίππη Ζαχοπούλου
Το φως μέσα μας: προσέγγιση στην ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου «Ο Μέσα Ήλιος», Εντύποις 2018
Μαρία-Άννα Κουκουρίκου
Εγκεφαλική παράλυση και κινητικά προβλήματα. Β΄ Μέρος
Φανή Λάμπρου
Η μετάβαση από το κλασικό στο μοντέρνο στην τέχνη του 19ου αιώνα
Αθανάσιος Μπαντές
Ο Αριστοτέλης και ο τελικός ορισμός της καλοσύνης
Σοφία Νικολάου
Οι θεωρίες συνωμοσίας την εποχή του κορωνοϊού
και ο ρόλος της συνωμοσιολογίας
Ελένη Κ. Παπαδοπούλου
Οι οικογενειακοί επιτάφιοι λόγοι του Γρηγορίου Ναζιανζηνού
Πάολο Σαρτιάνο
Ο Όσιος Ηλίας ο Ρηγίνος, ο επονομαζόμενος Σπηλαιώτης
Γεώργιος Σκουλάς
Ελευθερία και πολιτική από τον Χομπς στον Μαρξ: η έννοια
της ελευθερίας του ανθρώπου
Ιάσονας Γ. Σκουλάς
Η θεώρηση του Καρλ Πολάνυι για την οικονομία της αγοράς και πώς αυτή σημάδεψε τον Δυτικό κόσμο στη νεωτερικότητα
Ελευθερία Σταυράκη
Ρεαλισμός και Νατουραλισμός. Γκόγκολ και Ζολά, μια σύγκριση
Δημήτριος Σ. Τσιάκαλος
Αρχαίος ελληνικός πολιτισμός: μια «κλεμμένη κληρονομιά», μια «Μαύρη Αθηνά»;
Αθανάσιος Τσιότσος
Ο χρόνος στην αρχαία φιλοσοφία
Βασίλης Χλέτσος
Η Μάχη του Μαραθώνα και το άγνωστο τείχος Αθηναίων οπλιτών στο όρος Αγριλίκι
John Corcoran
Επιχειρηματολογίες και Λογική. Α΄ μέρος
Alejandro Valverde García
Μιχάλης Κακογιάννης uncredited: ο δρόμος προς την καλλιτεχνική ωριμότητα
María Rojo
Ψυχολογία και ποίηση

Μέρος Δεύτερο: Λογοτεχνία
Δημήτριος Κ. Αναγνωστόπουλος
Ποιήματα
Νικόλαος Βαρβατάκος
Θύθρις
Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή
Ποιήματα
Φένια Λάζαρη
Ερασμία
Αγγελική Μαυρουδή
Λαβύρινθος
Αφροδίτη Μιχαηλίδου
Ποιήματα
Αλεξάνδρα Μυλωνά
Η κρυμμένη κόρη
Η πουλημένη κόρη
Ζωγραφιά Οτζάκη
Ποιήματα
Πόπη Παντελάκη
Ποιήματα
Ελένη Κ. Παπαδοπούλου
«Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί…» των γυναικών
Δημήτρης Παπακωνσταντίνου
Ποιήματα
Εὐστράτιος Εὐ. Σαρρῆς
Ποιήματα
Ελευθερία Σταυράκη
Επιτάφιος
Ευτέρπη Στουγιαννίδου
Ποιήματα
Φανή Χούρσογλου
Ανάποδα
Oscar Wilde
Ο μαθητής
Harold Hart Crane
Τσαπλινικό
Christina Georgina Rossetti
Στο εργαστήρι ενός καλλιτέχνη
William Wordsworth
Είν’ απ’ ώρα όπου ο ήλιος έχει δύσει
William Blake
Το περβόλι της αγάπης
Ivonne Gordon
Ποιήματα
María Rojo
Ερωτοπία
Henry Kuttner
Ένας σταυρός αιώνων (Α cross of centuries)


Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, 3 ποιήματα (από τη συλλογή "500 mg ωκυτοκίνης", Απόπειρα 2020)

 


ΩΚΥΤΟΚΙΝΗ

Οι άνθρωποι του δράματος σε δηλητηριώδη

σιρόπια φράουλα εθίζονται.

500 mg ωκυτοκίνης για να σκληρύνει η αντοχή

στα καθημερινά τους θέατρα.

Της απώλειας την επίγευση

δεν βρίσκουν ποτέ λυρική.

Ποτέ βλαβερότερη από τη μοναξιά η θλίψη.

 

Στην απεξάρτηση

φυλάγονται από πουλιά πτωματοφάγα,

αυτά που τρέφονται με τους γλυκείς χυμούς,

όσων τον έρωτα ακατέργαστα βιώνουν.

 

Η θεραπεία ολοκληρώνεται,

κι αυτοί ακόμη να μάθουν ν’ αγαπιούνται,

να νιώσουν επιτέλους ασφαλείς,

και

 

διψασμένα τα όρνεα

πλησιάζουνε ξανά.

Wednesday, November 18, 2020

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Αυτόχειρες (μικρό πεζό)

 


ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ

Απ' τη στιγμή που πήρε την απόφαση -και την πήρε, μ’ όλη την καρδιά του, δίχως να λυγίσει, σαν ιππότης- ένιωσε μια τέτοια ανακούφιση, σα να φυγ' ένα βάρος από πάνω του.

Και πήρε την ανάσα του βαθιά!... Θ' αυτοκτονούσε, δεν ήταν άλλη λύσις, - αλλά θ’ αυτοκτονούσε σα φιλόσοφος: Θα 'βανε σε τάξη τα χαρτιά του, θα τέλειωνε τις τρέχουσες δουλειές του, θα κανόνιζε τις άλλες υποθέσεις του, - και θ' άφηνε στους παρακατιανούς μιαν εξαιρετικά καλήν ανάμνηση. Δεν ήταν άνθρωπος των νευρικών κινήσεων και των σπασμωδικών ενεργειών. Κ' εξάλλου, δεν υπήρχε καμιά βία...

Κ' έγινε, τότε, μια γαλήνη μέσα του, που δεν την είχε ξαναδοκιμάσει. Μια ξαφνική κι' αλλόκοτη γαλήνη, σα να 'γινε βαθιά του κάποιο φως! Όλες εκείνες οι παλιές λαχτάρες που τον δονούσαν, έπεσαν με μιας, σα να τις άγγιξ' ένα χέρι μαγικό! Κι' όλα, κι’ όλα, γύρω του κ' εντός του, πήραν μια καινούργια σημασία...

Κι’ αγάπησε με πάθος τη ζωή του, λες και τη ζούσε πρώτη του φορά: τον ήλιο, τα λουλούδια, τους ανθρώπους, το φως των άστρων, τις αυγές, τα σύννε­φα, -τον κόσμον όλο, τον αγάπησε παράφορα, σα να 'χε τώρα μόλις γεννηθεί! Κι' άρχισε να ζει μ' εμπιστοσύνη, μια ζωή γιομάτη καλοσύνη- ζητώντας να την αποχαιρετήσει, σε μιαν λεπτή, ατμόσφαιρα χαράς... Κ' έγινε τρυφερός, πονετικός. Κι’ όσο γινόταν πιο πονετικός, τόσο θαρρούσε πως κι’ η πλάση, γύρω, γινότανε καλύτερη μαζί του...

Κι’ έζησ' έτσι, δεν ξέρω πόσα χρόνια -έζησε, μάλλον, όλα του τα χρόνια, πάντα με το σκοπό ν’ αυτοκτονήσει...

------------------------------------------------

Πέθανε μόλις πέρσι, το χειμώνα. Πέθανε γέρος, από κάποιο κρυολόγημα, που μ’ όλες τις τρεχάλες, τις βεντούζες, τα γιατρικά και τις περιποιήσεις, του γύρισε σε περιπνευμονία...

 

Wednesday, November 11, 2020

Ναπολέων Λαπαθιώτης, "Ο προφήτης του καλού και του κακού" (διήγημα)

Ήταν δεν ήταν ακόμα γλυκοχάραμα, όταν ο Λύκαμβος, ακουμπώντας στο χοντρό ραβδί του, πήρε το δρόμο της βουνοπλαγιάς, κι ανέβηκε στην πιο ψηλή κορφή. Δε φορούσε παρά μια λεπτή χλαμύδα, και τα χοντρά, ασκητικά του πέδιλα.

Κι όταν έφτασε στην πιο ψηλή κορφή, κι είδε τον ήλιο ν’ ανεβαίνει απ’ τη θάλασσα, σαν ένα όραμα παραδεισιακό, η ψυχή του γιόμισε λαχτάρα κι ευφροσύνη. Έλυσε τις πόρπες της χλαμύδας του, και υψώνοντας τα χέρια, σα σε δέηση, στάθηκεν ολόγυμνος μπροστά του.

Κι ο ήλιος χάιδεψε τα μπράτσα και τα στήθη του, αγκάλιασε το λυγερό κορμί του, έλουσε τους γοφούς του και τις φτέρνες του με το ζεστό του, το λαμπρό του φως – και πότισε το πιο βαθύ του «είναι», όλο καλοσύνη κι αρμονία...

Και το μυαλό του, ξαφνικά, φωτίστηκε και κείνο, κι έμαθε, μονομιάς, όλα τα πράματα, όσα δε φαίνονται στα μάτια των θνητών, τα μυστικά της ζωής και του θανάτου, και των αιωνίων μισεμών, και των αιώνιων γυρισμών...

Έμειν’ έτσι, όλη την ημέρα, ασάλευτος και μόνος, σα θεός. Κι όταν έφτασε το βράδυ, κι ο ήλιος ξαναμπήκε στο βουνό, πήρε πάλι το ίδιο μονοπάτι, και κατέβηκε ως την πολιτεία. Τα φώτα μόλις ήταν αναμμένα, κι ο κόσμος όλος πλημμύριζε τους δρόμους, και τις μεγάλες κεντρικές πλατείες.

Friday, November 6, 2020

Jorge Luis Borges, Για έναν ελάσσονα ποιητή της ελληνικής ανθολογίας (A un poeta menor de la antología)

 

 Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης 
[Traducción: Stavros Girgenis)

Πού να ’ναι τώρα η ανάμνηση των ημερών
που ήταν δικές σου πάνω στη γη κι υφαίναν
τη χαρά και την οδύνη κι ήταν για σε το σύμπαν;

Ο ποταμός του αριθμού των χρόνων
τις έχει χάσει. Είσαι μια λέξη σ’ έναν κατάλογο.

Οι θεοί σ' άλλους χάρισαν δόξα ατελεύτητη,
επιγραφές, ανάγλυφα, μνημεία κι εξαίρετους ιστορικούς.
Για σένα γνωρίζουμε μονάχα, φίλε ασήμαντε,
πως άκουσες το αηδόνι κάποιο απόγευμα.

Ανάμεσα στους ασφοδέλους της σκιάς, ο μάταιος ίσκιος σου
θα σκέφτεται πως οι θεοί σταθήκαν φειδωλοί.

Ωστόσο οι μέρες είναι ένα δίχτυ από αθλιότητες κοινότυπες,
κι υπάρχει ανώτερη ευλογία παρά να είσαι η στάχτη
απ’ την οποία είναι πλασμένη η λησμονιά;

Σε άλλους ρίξανε οι θεοί το φως της δόξας αδυσώπητο
να επιτηρεί τα ενδότερα και ν’ αριθμεί ρωγμές
μιας δόξας που καταλήγει φθείροντας το λατρεμένο ρόδο της.
Με σένα, αδερφέ, υπήρξαν οι θεοί πιο ελεήμονες.

Στην έκσταση ενός δειλινού που ποτέ του δεν θα γίνει βράδυ
ακούς το λάλημα απ’ το αηδόνι του Θεόκριτου.

Ερμηνεία και ανάλυση
Το υπέροχο αυτό ποίημα με τον καβαφικό τόνο είναι αφιερωμένο σε κάποιον ανώνυμο και ελάσσονα ποιητή της λεγόμενης ελληνικής ανθολογίας, μιας μεγάλης σειράς από ελληνικά επιγράμματα. Το όνομα του ποιητή έχει ξεχαστεί, το ίδιο η ζωή και η ποίησή του. Σε άλλους ποιητές η μοίρα επιφύλαξε μεγαλύτερη δόξα. Ωστόσο αυτή η δόξα είναι αδυσώπητη, με την έννοια ότι υπόκειται στη διαρκή φθορά του χρόνου και της κριτικής, η οποία τελικά καταλήγει να διαλύει το αντικείμενο (ρόδο) της αρχικής λατρείας της. Ο ασήμαντος ποιητής αντίθετα δεν έχει να φοβάται κάτι τέτοιο, εφόσον ούτως ή άλλως είναι ήδη λησμονημένος. Από αυτή την άποψη δεν πρέπει να τα βάζει με τους θεούς που δεν τον δόξασαν, αλλά αντίθετα να τους ευγνωμονεί, επειδή υπήρξαν στην πραγματικότητα φιλάνθρωποι μαζί του, αφού δεν τον υπέβαλαν στη διαδικασία της σταδιακής φθοράς που γνωρίζει η μεγάλη ποίηση. Ο ταπεινός ποιητής μας έχει τουλάχιστον το προνόμιο να ακούει παντοτινά, στο ατελεύτητο λυκόφως του χρόνου, τη φωνή των σπουδαιότερων ποιητών (αηδόνι), όπως αυτή του Θεόκριτου.

A UN POETA MENOR DE LA ANTOLOGIA

¿Dónde está la memoria de los días 
que fueron tuyos en la tierra, y tejieron 
dicha y dolor y fueron para ti el universo?

El río numerable de los años
los ha perdido; eres una palabra en un índice.

Dieron a otros gloria interminable los dioses,
inscripciones y exergos y monumentos y puntuales historiadores;
de ti sólo sabemos, oscuro amigo,
que oíste al ruiseñor, una tarde.

Entre los asfodelos de la sombra, tu vana sombra 
pensará que los dioses han sido avaros.

Pero los días son una red de triviales miserias,
¿y habrá suerte mejor que ser la ceniza 
de que está hecho el olvido?

Sobre otros arrojaron los dioses
la inexorable luz de la gloria, que mira las entrañas y enumera las 
grietas,
de la gloria, que acaba por ajar la rosa que venera; 
contigo fueron más piadosos, hermano.

En el éxtasis de un atardecer que no será una noche, 
oyes la voz del ruiseñor de Teócrito.

Monday, October 5, 2020

Álvaro Mutis, Το συμπόσιο του Βαλτάσαρ (El festín de Baltasar)

 




ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ ΒΑΛΤΑΣΑΡ

Στη σκιά των ψηλών αιθουσών από καθαρή πέτρα,
το θηρίο του συμποσίου ακόμη μουρμουρίζει την αδιάλειπτη προσευχή του.
Μια αθόρυβη σκόνη συναγμένη απ’ τα χρόνια
βουβαίνει τη μουσική των πικρών χάλκινων
που ανακοίνωσαν τα τελευταία λόγια.
Αναπαύει την αδύναμη ύλη του στη σιλουέτα των θηρίων 
των πιασμένων στην μεγαλόπρεπη έκφραση του λιονταριού 
που αγωνίζεται ενάντια στα σκληρά δόρατα της ημέρας, 
ενάντια στα νερά του θανάτου.
Τα σαγόνια του ακόμη μιλούν για το βίαιο μεγαλείο του παρελθόντος,
όταν τα μουλάρια με το σκληρό κρέας κλωτσούσαν ανυπεράσπιστα στις εσωτερικές αυλές 
και οι υπηρέτες έβγαιναν να τα χαζέψουν 
στα υποχρεωτικά διαλείμματα της γιορτής. 
Στο απέραντο κενό των δωματίων, ένας ξηρός και εκτεταμένος θόρυβος
ξύλου με ξύλο, νερού με αιθάλη στις χωματερές του λιμανιού,
αφυπνίζει τα τυφλά έντομα και κυματίζει τους ιστούς της αράχνης
σαν σημαίες στην ομίχλη μιας πρωινής ενέδρας.
Είναι τα βήματά του που παραμένουν, ο θόρυβος των όπλων του,
το τρίξιμο των ευκίνητων οστών του του πολεμιστή,
το πυρετώδες τρεμόπαιγμα των ματιών του,
το ασφαλές του άγγιγμα πάνω στα καθημερινά πράγματα,
αυτή η κίνησή του πάνω στη γη, 
όπως κάποιος που έρχεται να δώσει μια εντολή και φεύγει εκ νέου.
Δεν του ήταν αρκετοί οι βίαιοι και αφρώδεις χείμαρροι,
όπου πήγαιναν να πεθάνουν τα ψάρια ενάντια στις λείες πέτρες 
τις σημαδεμένες με το πέρασμά του των πέντε ωραίων δακτύλων του επιδέξιου κυνηγού.
Δεν ήταν αρκετά, στη διαταραγμένη πριγκιπική του κατάστασή,
τα σκιερά δάση όπου τα μεταλλικά φύλλα των δέντρων
ψιθύριζαν την προσευχή ενός επικείμενου φθινοπώρου.
Δεν υπήρχε τίποτα για την ανακούφιση της οργής του
σαν βάτος που καίει σε τραχιά διαμάχη.
Ούτε τα συνεχή ταξίδια στο βασίλειο των ήρεμων κυρίαρχων
του οποίου το φύλο εξουσίαζε μια διακεκομμένη και ηλιακή ταλάντωση των γοφών,
ακόμα λιγότερο το προσκύνημά του κατά μήκος των εκτεθειμένων παραλιών,
πλατιών όπως το φύλλο μπανάνας
που δέχονται την επίσκεψη μιας θάλασσας σε ακραίο κρύο.
-Στάχτη αραιωμένη στα λευκά τραπεζομάντιλα της αυγής -
Όταν η κόπωση του έκλεισε όλους τους δρόμους,
προέκυψε η ιδέα του συμποσίου.
Τα ιερά πράγματα συγκέντρωσαν την κόπωσή του
και προετοίμασαν το κρεβάτι της τελευταίας του μέρας.
Εκείνο των σκευών δεν είχε σημασία.
Άλλοι πριν απ’ αυτόν τα είχαν βεβηλώσει
με ακόμα πιο σκοτεινές προθέσεις.
Αυτοί οι ίδιοι, αποκτηνωμένοι από την ενατένιση
του επιφυλακτικού και πανούργου Θεού τους,
είχαν, κατά καιρούς, αμαρτήσει με τα σκεύη,
κυλώντας στο έδαφος τα βαριά κηροπήγια του ναού
και σχίζοντας τα γκρίζα παραπετάσματα του βωμού.
Ούτε η θορυβώδης παρουσία των πορνών
ήταν η αιτία της οργής. Η χώρα του ήταν μια χώρα γυναικών.
Κρύες συχνά και αδέξιες για το γούστο του,
αλλά μερικές φορές ακόλαστες και σκληρές, άπληστες και ακόρεστες
όπως η κοκκινωπή άμμος που ταξιδεύει
και καλύπτει πόλεις και διεισδύει μακριά στη θάλασσα.
Η οργή προήλθε από πιο κρυφά μονοπάτια,
από ακόμη πιο μυστικές πηγές
που απέρρεαν από τη μοναξιά της εξουσίας του,
όπως η πληγή που απελευθερώνει τις οδύνες της
ή όπως οξειδώνεται το μέταλλο των τροπίδων.
Η προσδιορισμένη ημερομηνία πλησίαζε 
διαμέσου εβδομάδων λήθαργου και ενόχλησης.
Μέρες και μέρες αυξανόμενης γαλήνης και περιβόητης σιωπής,
προηγήθηκαν της αβίαστης παρέλασης των εκλεκτών.
Μια μεγάλη θλίψη έγινε στο βασίλειο.
Το χρονικό όριο πλησίαζε και η ηρεμία του μονάρχη
εξαπλώθηκε σαν ένας σκοτεινός μανδύας από ζεστή και ψιλή βροχή
που χτυπά στην ξηρή σκόνη της αναμονής.
Πώς να μιλήσεις γι’ αυτή την περίοδο 
στη διάρκεια της οποίας προετοιμάζονταν τόσα πολλά γεγονότα;
Με τι να τη συγκρίνεις στην πορεία της την φαινομενικά τόσο πράα
κι ωστόσο φορτωμένη με τόσο σκληρές και τρομερές εικόνες;
Ίσως με ένα καλώδιο που ξετυλίγεται γρήγορα διαιρώντας την πλήξη.
Ή, καλύτερα, με τον ύπνο των αδάμαστων αλόγων
που σταματά τη νύχτα στη μέση της μανίας του.
Οι σκιές στους τοίχους, ο άψυχος καπνός των πυρσών,
έφυγαν με την άφιξη των επισκεπτών.
Μερικοί ήρθαν μ’ ένα πουλί στον ώμο και όψη νομίσματος.
Άλλοι, γλοιώδεις και με λόγους ιδιαίτερης σύνεσης.
Πολλοί με τη γκρίζα απλότητα του πολεμιστή
και κάποιοι, οι λιγότεροι, κοίταζαν δύσπιστα
γνωρίζοντας με βεβαιότητα αυτό που θα ερχόταν αργότερα,
αφού έφταναν από πολύ μακριά και αυτό τους έκανε οξυδερκείς και σοφούς.
Από την κοκκινωπή λάμψη των όπλων
που ήταν σωρευμένα σε μια γωνιά της κτηρίου, κίνησε η εντολή.
Οι ταπεινοί, οι σκιώδεις υπηρέτες,
κοίταζαν αφηρημένα τη γη,
σαν να έβλεπαν στο παρελθόν της
την ώρα της ηρεμίας ή την καφέ ρίζα του πόνου τους.
Μέσα, όλος ο κόσμος στο πόδι, οι περήφανοι φιλοξενούμενοι,
σηκώνουν τα χέρια τους και διακηρύσσουν την παρουσία τους σε υψηλές φωνές.
Και έτσι ξεκίνησε το μονότονο τρένο του συμποσίου.
Έτσι ξεκίνησε η βαριά φουσκοθαλασσιά των λέξεων και των χειρονομιών 
που σηματοδοτεί το κρασί με το λευκό σήμα του περάσματός του,
με την κορώνα του τη δίκοπη.
Τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά.
Είναι μια παλιά ακολουθία τετριμμένης μνήμης.
Μετά τις τρεις λέξεις, όταν το χέρι που τις είχε γράψει
διαλύθηκε στη σκιά της οροφής από κέδρο,
το βασίλειο γνώριζε το τέλος του, την ολοκλήρωση της δόξας του.
Η διευθέτηση της αταξίας έγινε την αυγή,
το άκαμπτο σώμα περίμενε σε επιβλητική διάσταση, 
με τα μάτια σταθεροποιημένα ήδη για πάντα στην ήσυχη κρυψώνα
που έψαχναν με τόση προσπάθεια.
Γαλάζια τζάμια της νύχτας, αστέρια σε κίνηση.
Σταθερός τροχός δίχως δόντια με το λείο αποτύπωμα της καταστροφής. 
Άνεμος εκθρονισμένος της αυγής
που περνά χωρίς να αγγίζει τις ψηλότερες κορυφές των δέντρων, 
χωρίς να σαρώνει τα αίθρια της αγοράς, χωρίς καν σκιά.
Η πράα γη του κατευνασμένου βασιλείου του διατηρεί τα υπολείμματά του,
περιμένοντας την κηδεία της λησμονιάς που προετοιμάζεται στον πυθμένα των ματιών του,
όπως η άφιξη ενός αρχαίου σύννεφου
γεννημένου στη μέση της θάλασσας που λικνίζει τον ήλιο του μεσημεριού.

El festín de Baltasar

En la sombra de las altas salas de casta piedra, 
murmura aún la bestia del banquete su rezo interminable. 
Un quieto polvo reunido por los años, apaga la música de los amargos cobres que anunciaron las últimas palabras. 
Descansa su débil materia en el perfil de las bestias detenidas en el amplio gesto del león que se debate contra las duras lanzas del día, contra las aguas de la muerte. 
Sus fauces dicen aún de la violenta grandeza del pasado, 
cuando los mulos de dura carne coceaban indefensos en los patios interiores y los sirvientes salían 
a contemplarlos en los intermedios obligados del festín. 
En la vasta oquedad de los aposentos, un ruido seco y extendido 
de madera con madera, de agua con hollín en los vertederos del 
    puerto, 
despierta los ciegos insectos y ondea las telarañas 
como banderas en la niebla de una emboscada matutina. 
Son sus pasos que perduran, el ruido de sus armas, 
el crujir de sus ágiles huesos de guerrero, 
el parpadeo febril de sus ojos, 
su tacto seguro sobre las cosas cotidianas, 
ese moverse suyo sobre la tierra, como quien llega para dar una orden y parte de nuevo. 
No le bastaron las violentas y espumosas torrenteras, 
a donde iban a morir los peces contra las lisas piedras marcadas con su paso de cinco hermosos dedos de hábil cazador. 

Monday, September 28, 2020

Ελευθερία Σταυράκη, Επιτάφιος





Επιτάφιος


«Εἰ δέ με δεῖ καὶ γυναικείας τι ἀρετῆς
[…] μνησθῆναι […] ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα
καὶ ἧς ἂν ἐπ’ ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου
ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ»
                                       Θουκυδίδης

Ήτανε όλες τους καλές και φρόνιμες γυναίκες·
γνώριζαν να υφαίνουν μακρόσυρτες λευκές σιωπές,
υπομένοντας τη βία των ξένων βλεμμάτων.
Ήταν καλές και φρόνιμες,
σήκωναν αγόγγυστα στους λεπτούς τους ώμους
τη μοναξιά την πείνα το σκοτάδι
της συζυγικής τους κλίνης.
Καθημερινά ξορκίζανε τη σκόνη δίχως να διαμαρτύρονται
βαστώντας απ’ το σπιτικό τους μακριά τη θλίψη
για χάρη των αγαπημένων.
Βαθιά μεσάνυχτα κρημνίζονταν στη θύμηση
εκείνων που το ’νιωθαν ανώφελο να επιστρέφουν,
όσων ήθελαν μα δεν μπορούσαν.

Ξημέρωνε το πρωινό γρυλίζοντας στα πόδια τους
σκυλί δεμένο κι έρημο∙

έδεναν τότε τα μαλλιά τους, ένα κουβάρι στάχτη στο μαντήλι·
μαρμάρινοι λαιμοί που χόρταιναν χρυσαφικά,
τα στήθη στολισμένα τη γύρη των ασφόδελων,
το λευκασμένο πρόσωπο τα μάτια τους τα χείλη
παραδίνονταν στο άγγιγμα της Κίρκης,
να παραμένουν ετοιμόγεννες στο νέο αίμα,
να καλοδέχονται τον πόλεμο που τους αρπάζει τα παιδιά αγέννητα.

Καθώς ξεκίναγαν για το αρχαίο κοιμητήρι
φορώντας το λίκνισμα της άμπωτης κατάσαρκα,
ψυχές ευλύγιστες στο δρόμο της σιωπής,
έγερναν με λαχτάρα να σφίξουν τη σκιά
του γιου του άντρα του αδελφού
πελεκημένες από πόνο ή από την ανάγκη·
η μια δίπλα στην άλλη, σαν πληγωμένα βράχια
που τα δέρνει ο βόρειος άνεμος.

Κανείς ποτέ δεν έμαθε το όνομά τους·
πίσω τους ίχνη νεκρά στις πέτρες και το χώμα,
τόσες πέτρες τόσο χώμα, και κανένα δικό τους σημάδι
στον κήπο των επιφανών ανδρών.

Σα να μη ζήσαν τούτοι οι μαρμάρινοι λαιμοί
τα δάχτυλα που κόμπιαζαν στο άγγιγμα
τα βήματα ερωτηματικά,
οι αναπνοές της ομορφιάς τους
πασπαλισμένη πάχνη στα χορτάρια·
εκείνες άφαντες,
θαμμένες στις φυλλωσιές που κρύβουν το φως ακόμη μίας μέρας
τα χάδια τους χαμένα οι αγωνίες δε χτυπάνε
στη σκαπάνη,
μονάχα σαύρες φτερουγίζουν στ’ αναχώματα∙
μία γραμμή περίσσεψε για κείνες,
να μη φανούν, να μην ακουστούν ανάμεσα στους άνδρες
για καλό και για κακό·
πρόθυμες την ακολούθησαν και χάθηκαν,
χωρίς ανάπαυλα ζωής.

Έκτοτε αγνοούνται· ποιος ξέρει,
μπορεί κάποιος θεός να τις λυπήθηκε
και να τις έκρυψε στα κλαδιά των δέντρων
που φλεβίζουνε τον ουρανό,
από κει να ψιθυρίζουν πως έζησαν καλές και φρόνιμες,
σύμφωνα με το νόμο της πόλης και το έθιμο·
μπορεί και σφίγγοντας η μία το λαιμό της άλλης
έκτοτε ν’ ανταμώνουν σαν αυτά τα δύο κυπαρίσσια
που κουβαλούν στην πλάτη τους το ηλιόγερμα.

Χωρίς ποτέ κανείς να μάθει τ’ όνομά τους.

Friday, September 25, 2020

Αφροδίτη Μιχαηλίδου, 2 ποιήματα



Του έρωτα

Όσο απομακρύνεσαι τόσο περισσότερο η ανάσα μου

εξαρτάται από ό,τι υπάρχει γύρω σου

και γίνεται χορός στη μουσική που παίζεις

Σε κάθε νότα που υψώνεται

κάθε κύτταρο φωνάζει με τη δύσπνοια του υποταγμένου

ξοδεύοντας οξυγόνο για λίγες ακόμη στιγμές ανεκπλήρωτης ζωής

Ο αέρας ντύνεται ένα βαθύ πέπλο ασφυξίας

Οι δρόμοι υψώνουν λιθόστρωτα αδιέξοδα

Οι ουρανοί θεμελιώνουν βραχώδεις θόλους

κλονίζοντας τη σάρκα που απομένει άψυχο κορμί

Η βροχή μια τεφρή άρνηση στον κόκκινο ορίζοντα

Ζώσα απονέκρωση

Αμείλικτη ματαίωση του έρωτα

που κατανάλωσε ημιτελής την πνοή της

Wednesday, September 23, 2020

Ευστράτιος Ευ. Σαρρής, 2 ποιήματα


Via combusta


Ζυγός, τοῦ Κρόνου ἡ δύναμις, εἰς πτῶσι ὁ Ἥλιος·

Αἰγόκερως, τοῦ Κρόνου ῥῆγα σου ἡ ἑστία·

πικρὸς αὐθέντης στῆς ψυχῆς σου τὴν πορεία,

τὸ προγενέθλιο κρῖμα, βιὸς βαρὺς κι’ ἀνήλιος.


Ἀπ’ τὰ μικρᾶτα γηρασμένος, κρόνιος, μόνος,

τοῦ Νόμου ἀείποτε τ’ ἄγρυπνο νιώθεις βλέμμα,

κι’ ὁπόταν θέλῃς ὑψωθῆ πέφτει ἄγριο πέλμα,

τὸ πρόσωπό σου καταγῆς βρωμίζει ὁ πόνος.


Ὄξω ἀπ’ τ’ ἀνθρώπου τὰ μελίσσια ξωρισμένος,

ἥσκιοι σοφῶν καὶ ποιητῶν σὲ συντροφεύουν,

τὰ ἡλιόγελα σκορποῦν κι’ οἱ κρῆνες των στερεύουν,

μελανοχίτωνας, κορμὶ ψυχή, ντυμένος.


Κι’ ἀναίτια εὐφραίνεσαι μ’ ἄρματα καὶ φουσσᾶτα,

κι’ ἀπόκρυφοι σὲ θέλγουν λόγοι καὶ μαγεῖες,

φαιοὶ ὀνειρότοποι, τοῦ ἀλλόκοσμου ἱστορίες,

κυλοῦν τὰ βράδια μαῦρα ἐνύπνια γεμᾶτα.


Ψυχρὸς στὸν ἔρω, κροῦστα πάγου στὴν καρδιά σου,

στὸν ἔρω ἀμώνεις, μὲ τὸν ἔρω ἀναθαῤῥεύεις,

μὰ κι’ ἂν μιὰν ἄνασσ’ ἀβασίλευτη γυρεύῃς

«Μενέ, μενέ, θεκέλ, φαρσὶν» στὴν ζυγαριά σου.


Καὶ ψηλαφεῖς τὰ καστροπόρτια τοῦ θανάτου·

ποιοὶ ἀνέμοι τρῶν τὲς ἀδειανὲς πατημασιές σου,

καὶ ἂν λιμνάζῃ ἐντός των θλῖψις κι’ αἷμα σκέψου,

κι’ ἂν σὲ καταλαλῇ θρηνοῦσ’ αὐδὴ στοχάσου.


Πύρινος δρόμος σοῦ ’λαχε στὴν γῆ νὰ ὁρίσῃς

κεῖθε ὅπου μάγοι κι’ ἱεροφάντες, λέν, γεννιῶνται,

κι’ ὅλα μ’ ἀπάλη, δίχως τύχη, καταχτιῶνται·

τὴν κεκαυμένη ὁδὸ σοῦ ’μελλε νὰ βαδίσῃς.


Κι’ εἶδες τὸ σερπετὸ στὸν ἄμμο νὰ φιδίζῃ,

κι’ εἶδες τὸ ἀχνάρι του, δεξιὰ ζερβὰ πῶς πάει,

κι’ ὅμως, στεῤῥό, πάντα σ’ εὐθεῖα προχωράει·

τὸν χρόνο-φίδι μὲς στὸν βιό σου πῶς λυγίζει.


Γίνης χαλύβδινος, ῥωτεύθης τὴν ἰδέα,

σεβάστης κάθ’ ὀρθὸ στοῦ αἰῶνος τὴν συλία,

οἶκο, παράδοσι, πατρίδα καὶ θρησκεία,

λάξευσες πρόσωπο, στοῦ δρεπανιοῦ τὴν θέα.


Ὦ Κρόνε πάτερ, δικαστὴ καὶ θεσμοθέτη,

κρόνιο παιδὶ στὰ κάτεργά σου ταξειδεύω,

τ’ ἄλγη, τὰ δῶρα σου, μὲ λόγο ξαντιμεύω·

ἁγνὸ παιδί, ποὺ ἀκέρηα ἀγάπη καταθέτει.

Tuesday, September 22, 2020

Ρία Φελεκίδου, 2 ποιήματα

 






ΟΤΙ Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ


Ότι η αγάπη είναι θηλιά

Βρόγχος τα στεγνά μεσημέρια

Που τα δάχτυλα κουράζονται

Να σκάβουν στο δέρμα

 

Ότι η αγάπη είναι τρόμος

Ανήμερα του Παιδιού

Όταν κάτω απ’ το κρεβάτι

Βόλοι διαβολικοί γελούνε

 

Ότι η αγάπη είναι θύελλα

Στο δάσος που στοίχειωσαν

Εκδρομείς ανήξεροι

Άνευ δακρύων τη βροχή ατενίζουν

 

Ότι η αγάπη είναι θρύλος

Ένα ποτάμι από οξύ

Μια λίμνη μανιασμένη

Ένα στόμα αίμα

 

Ότι η αγάπη είναι ζήτημα

Μια βιοψία τη νύχτα

Ένα λάθος το πρωί

Η συνταγή που χάθηκε


(Απ’ τον φαρμακοτρίφτη σου)

Ωστόσο ο φαρμακοτρίφτης πάντα θα κεντά το λάθος με σπουδαίες κλωστές στο τρυφερό σου δέρμα κι έτσι θα εξαντληθούνε οι ανοιχτές πληγές γλυκά και καθώς πρέπει θα κακοφορμίσουν τα ποιήματα θα συσταλούν οι γυμνές λέξεις τι περιμένεις από τόση επιστήμη να διορθώνει τα ρήγματα της νύχτας σχολαστικά;