Sunday, November 29, 2020
Περιοδικό Νόημα, τόμος 10 - Οκτώβριος 2020. Περιεχόμενα
Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, 3 ποιήματα (από τη συλλογή "500 mg ωκυτοκίνης", Απόπειρα 2020)
ΩΚΥΤΟΚΙΝΗ
Οι άνθρωποι
του δράματος σε δηλητηριώδη
σιρόπια
φράουλα εθίζονται.
500 mg ωκυτοκίνης
για να σκληρύνει η αντοχή
στα καθημερινά
τους θέατρα.
Της απώλειας
την επίγευση
δεν βρίσκουν
ποτέ λυρική.
Ποτέ
βλαβερότερη από τη μοναξιά η θλίψη.
Στην απεξάρτηση
φυλάγονται από
πουλιά πτωματοφάγα,
αυτά που
τρέφονται με τους γλυκείς χυμούς,
όσων τον έρωτα
ακατέργαστα βιώνουν.
Η θεραπεία
ολοκληρώνεται,
κι αυτοί ακόμη
να μάθουν ν’ αγαπιούνται,
να νιώσουν
επιτέλους ασφαλείς,
και
διψασμένα τα
όρνεα
πλησιάζουνε ξανά.
Wednesday, November 18, 2020
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Αυτόχειρες (μικρό πεζό)
ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ
Απ' τη στιγμή που πήρε την απόφαση -και την
πήρε, μ’ όλη την καρδιά του, δίχως να λυγίσει, σαν ιππότης- ένιωσε μια τέτοια ανακούφιση,
σα να φυγ' ένα βάρος από πάνω του.
Και πήρε την ανάσα του βαθιά!... Θ'
αυτοκτονούσε, δεν ήταν άλλη λύσις, - αλλά θ’ αυτοκτονούσε σα φιλόσοφος: Θα
'βανε σε τάξη τα χαρτιά του, θα τέλειωνε τις τρέχουσες δουλειές του, θα κανόνιζε
τις άλλες υποθέσεις του, - και θ' άφηνε στους παρακατιανούς μιαν εξαιρετικά καλήν
ανάμνηση. Δεν ήταν άνθρωπος των νευρικών κινήσεων και των σπασμωδικών ενεργειών.
Κ' εξάλλου, δεν υπήρχε καμιά βία...
Κ' έγινε, τότε, μια γαλήνη μέσα του, που
δεν την είχε ξαναδοκιμάσει. Μια ξαφνική κι' αλλόκοτη γαλήνη, σα να 'γινε βαθιά
του κάποιο φως! Όλες εκείνες οι παλιές λαχτάρες που τον δονούσαν, έπεσαν με
μιας, σα να τις άγγιξ' ένα χέρι μαγικό! Κι' όλα, κι’ όλα, γύρω του κ' εντός
του, πήραν μια καινούργια σημασία...
Κι’ αγάπησε με πάθος τη ζωή του, λες και
τη ζούσε πρώτη του φορά: τον ήλιο, τα λουλούδια, τους ανθρώπους, το φως των
άστρων, τις αυγές, τα σύννεφα, -τον κόσμον όλο, τον αγάπησε παράφορα, σα να
'χε τώρα μόλις γεννηθεί! Κι' άρχισε να ζει μ' εμπιστοσύνη, μια ζωή γιομάτη καλοσύνη-
ζητώντας να την αποχαιρετήσει, σε μιαν λεπτή, ατμόσφαιρα χαράς... Κ' έγινε τρυφερός,
πονετικός. Κι’ όσο γινόταν πιο πονετικός, τόσο θαρρούσε πως κι’ η πλάση, γύρω,
γινότανε καλύτερη μαζί του...
Κι’ έζησ' έτσι, δεν ξέρω πόσα χρόνια -έζησε,
μάλλον, όλα του τα χρόνια, πάντα με το σκοπό ν’ αυτοκτονήσει...
------------------------------------------------
Πέθανε μόλις πέρσι, το χειμώνα. Πέθανε
γέρος, από κάποιο κρυολόγημα, που μ’ όλες τις τρεχάλες, τις βεντούζες, τα
γιατρικά και τις περιποιήσεις, του γύρισε σε περιπνευμονία...
Wednesday, November 11, 2020
Ναπολέων Λαπαθιώτης, "Ο προφήτης του καλού και του κακού" (διήγημα)
Ήταν δεν ήταν ακόμα γλυκοχάραμα, όταν ο Λύκαμβος, ακουμπώντας στο χοντρό ραβδί του, πήρε το δρόμο της βουνοπλαγιάς, κι ανέβηκε στην πιο ψηλή κορφή. Δε φορούσε παρά μια λεπτή χλαμύδα, και τα χοντρά, ασκητικά του πέδιλα.
Κι όταν έφτασε στην πιο ψηλή κορφή, κι είδε τον ήλιο ν’ ανεβαίνει απ’ τη θάλασσα, σαν ένα όραμα παραδεισιακό, η ψυχή του γιόμισε λαχτάρα κι ευφροσύνη. Έλυσε τις πόρπες της χλαμύδας του, και υψώνοντας τα χέρια, σα σε δέηση, στάθηκεν ολόγυμνος μπροστά του.
Κι ο ήλιος χάιδεψε τα μπράτσα και τα στήθη του, αγκάλιασε το λυγερό κορμί του, έλουσε τους γοφούς του και τις φτέρνες του με το ζεστό του, το λαμπρό του φως – και πότισε το πιο βαθύ του «είναι», όλο καλοσύνη κι αρμονία...
Και το μυαλό του, ξαφνικά, φωτίστηκε και κείνο, κι έμαθε, μονομιάς, όλα τα πράματα, όσα δε φαίνονται στα μάτια των θνητών, τα μυστικά της ζωής και του θανάτου, και των αιωνίων μισεμών, και των αιώνιων γυρισμών...
Έμειν’ έτσι, όλη την ημέρα, ασάλευτος και μόνος, σα θεός. Κι όταν έφτασε το βράδυ, κι ο ήλιος ξαναμπήκε στο βουνό, πήρε πάλι το ίδιο μονοπάτι, και κατέβηκε ως την πολιτεία. Τα φώτα μόλις ήταν αναμμένα, κι ο κόσμος όλος πλημμύριζε τους δρόμους, και τις μεγάλες κεντρικές πλατείες.
Friday, November 6, 2020
Jorge Luis Borges, Για έναν ελάσσονα ποιητή της ελληνικής ανθολογίας (A un poeta menor de la antología)
A UN POETA MENOR DE LA ANTOLOGIA
que fueron tuyos en la tierra, y tejieron
dicha y dolor y fueron para ti el universo?
los ha perdido; eres una palabra en un índice.
Dieron a otros gloria interminable los dioses,
inscripciones y exergos y monumentos y puntuales historiadores;
de ti sólo sabemos, oscuro amigo,
que oíste al ruiseñor, una tarde.
Entre los asfodelos de la sombra, tu vana sombra
pensará que los dioses han sido avaros.
Pero los días son una red de triviales miserias,
¿y habrá suerte mejor que ser la ceniza
de que está hecho el olvido?
Sobre otros arrojaron los dioses
la inexorable luz de la gloria, que mira las entrañas y enumera las
grietas,
de la gloria, que acaba por ajar la rosa que venera;
contigo fueron más piadosos, hermano.
En el éxtasis de un atardecer que no será una noche,
oyes la voz del ruiseñor de Teócrito.