Sunday, November 29, 2020

Περιοδικό Νόημα, τόμος 10 - Οκτώβριος 2020. Περιεχόμενα

 


Τα περιεχόμενα του 10ου έντυπου τεύχους του περιοδικού Νόημα
Μέρος Πρώτο: Έρευνα-Δοκίμιο-Στοχασμός
Ευάγγελος Αδάμος
Διεργασίες διαμόρφωσης της ταυτότητας του φύλου
Εμμανουήλ Αργυρίου
Μελεάγρου, «Αθέτηση όρκων», Παλατινή ανθολογία V 8
Στυλιανός Αρχοντίδης
Υφολογικές επισημάνσεις στα επιμέρους βιβλία της Καινής Διαθήκης
Ηλίας Βαβούρας
Φιλοσοφία, Ιατρική και Μελαγχολία: η ιδιότυπη φιλοσοφική σχέση Δημοκρίτου-Ιπποκράτη
Γιώργος Βαχτανίδης
Η πρακτική διάσταση της φιλοσοφίας σήμερα
Ιωάννης Κ. Γεωργίου
Μαραθώνας-Σαλαμίνα. Μιλτιάδης-Θεμιστοκλής
Ελένη Γκιργκένη
Προτάσεις οπτικοακουστικής παιδείας στον χώρο της τυπικής εκπαίδευσης
Ξανθίππη Ζαχοπούλου
Το φως μέσα μας: προσέγγιση στην ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου «Ο Μέσα Ήλιος», Εντύποις 2018
Μαρία-Άννα Κουκουρίκου
Εγκεφαλική παράλυση και κινητικά προβλήματα. Β΄ Μέρος
Φανή Λάμπρου
Η μετάβαση από το κλασικό στο μοντέρνο στην τέχνη του 19ου αιώνα
Αθανάσιος Μπαντές
Ο Αριστοτέλης και ο τελικός ορισμός της καλοσύνης
Σοφία Νικολάου
Οι θεωρίες συνωμοσίας την εποχή του κορωνοϊού
και ο ρόλος της συνωμοσιολογίας
Ελένη Κ. Παπαδοπούλου
Οι οικογενειακοί επιτάφιοι λόγοι του Γρηγορίου Ναζιανζηνού
Πάολο Σαρτιάνο
Ο Όσιος Ηλίας ο Ρηγίνος, ο επονομαζόμενος Σπηλαιώτης
Γεώργιος Σκουλάς
Ελευθερία και πολιτική από τον Χομπς στον Μαρξ: η έννοια
της ελευθερίας του ανθρώπου
Ιάσονας Γ. Σκουλάς
Η θεώρηση του Καρλ Πολάνυι για την οικονομία της αγοράς και πώς αυτή σημάδεψε τον Δυτικό κόσμο στη νεωτερικότητα
Ελευθερία Σταυράκη
Ρεαλισμός και Νατουραλισμός. Γκόγκολ και Ζολά, μια σύγκριση
Δημήτριος Σ. Τσιάκαλος
Αρχαίος ελληνικός πολιτισμός: μια «κλεμμένη κληρονομιά», μια «Μαύρη Αθηνά»;
Αθανάσιος Τσιότσος
Ο χρόνος στην αρχαία φιλοσοφία
Βασίλης Χλέτσος
Η Μάχη του Μαραθώνα και το άγνωστο τείχος Αθηναίων οπλιτών στο όρος Αγριλίκι
John Corcoran
Επιχειρηματολογίες και Λογική. Α΄ μέρος
Alejandro Valverde García
Μιχάλης Κακογιάννης uncredited: ο δρόμος προς την καλλιτεχνική ωριμότητα
María Rojo
Ψυχολογία και ποίηση

Μέρος Δεύτερο: Λογοτεχνία
Δημήτριος Κ. Αναγνωστόπουλος
Ποιήματα
Νικόλαος Βαρβατάκος
Θύθρις
Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή
Ποιήματα
Φένια Λάζαρη
Ερασμία
Αγγελική Μαυρουδή
Λαβύρινθος
Αφροδίτη Μιχαηλίδου
Ποιήματα
Αλεξάνδρα Μυλωνά
Η κρυμμένη κόρη
Η πουλημένη κόρη
Ζωγραφιά Οτζάκη
Ποιήματα
Πόπη Παντελάκη
Ποιήματα
Ελένη Κ. Παπαδοπούλου
«Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί…» των γυναικών
Δημήτρης Παπακωνσταντίνου
Ποιήματα
Εὐστράτιος Εὐ. Σαρρῆς
Ποιήματα
Ελευθερία Σταυράκη
Επιτάφιος
Ευτέρπη Στουγιαννίδου
Ποιήματα
Φανή Χούρσογλου
Ανάποδα
Oscar Wilde
Ο μαθητής
Harold Hart Crane
Τσαπλινικό
Christina Georgina Rossetti
Στο εργαστήρι ενός καλλιτέχνη
William Wordsworth
Είν’ απ’ ώρα όπου ο ήλιος έχει δύσει
William Blake
Το περβόλι της αγάπης
Ivonne Gordon
Ποιήματα
María Rojo
Ερωτοπία
Henry Kuttner
Ένας σταυρός αιώνων (Α cross of centuries)


Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, 3 ποιήματα (από τη συλλογή "500 mg ωκυτοκίνης", Απόπειρα 2020)

 


ΩΚΥΤΟΚΙΝΗ

Οι άνθρωποι του δράματος σε δηλητηριώδη

σιρόπια φράουλα εθίζονται.

500 mg ωκυτοκίνης για να σκληρύνει η αντοχή

στα καθημερινά τους θέατρα.

Της απώλειας την επίγευση

δεν βρίσκουν ποτέ λυρική.

Ποτέ βλαβερότερη από τη μοναξιά η θλίψη.

 

Στην απεξάρτηση

φυλάγονται από πουλιά πτωματοφάγα,

αυτά που τρέφονται με τους γλυκείς χυμούς,

όσων τον έρωτα ακατέργαστα βιώνουν.

 

Η θεραπεία ολοκληρώνεται,

κι αυτοί ακόμη να μάθουν ν’ αγαπιούνται,

να νιώσουν επιτέλους ασφαλείς,

και

 

διψασμένα τα όρνεα

πλησιάζουνε ξανά.

Wednesday, November 18, 2020

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Αυτόχειρες (μικρό πεζό)

 


ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ

Απ' τη στιγμή που πήρε την απόφαση -και την πήρε, μ’ όλη την καρδιά του, δίχως να λυγίσει, σαν ιππότης- ένιωσε μια τέτοια ανακούφιση, σα να φυγ' ένα βάρος από πάνω του.

Και πήρε την ανάσα του βαθιά!... Θ' αυτοκτονούσε, δεν ήταν άλλη λύσις, - αλλά θ’ αυτοκτονούσε σα φιλόσοφος: Θα 'βανε σε τάξη τα χαρτιά του, θα τέλειωνε τις τρέχουσες δουλειές του, θα κανόνιζε τις άλλες υποθέσεις του, - και θ' άφηνε στους παρακατιανούς μιαν εξαιρετικά καλήν ανάμνηση. Δεν ήταν άνθρωπος των νευρικών κινήσεων και των σπασμωδικών ενεργειών. Κ' εξάλλου, δεν υπήρχε καμιά βία...

Κ' έγινε, τότε, μια γαλήνη μέσα του, που δεν την είχε ξαναδοκιμάσει. Μια ξαφνική κι' αλλόκοτη γαλήνη, σα να 'γινε βαθιά του κάποιο φως! Όλες εκείνες οι παλιές λαχτάρες που τον δονούσαν, έπεσαν με μιας, σα να τις άγγιξ' ένα χέρι μαγικό! Κι' όλα, κι’ όλα, γύρω του κ' εντός του, πήραν μια καινούργια σημασία...

Κι’ αγάπησε με πάθος τη ζωή του, λες και τη ζούσε πρώτη του φορά: τον ήλιο, τα λουλούδια, τους ανθρώπους, το φως των άστρων, τις αυγές, τα σύννε­φα, -τον κόσμον όλο, τον αγάπησε παράφορα, σα να 'χε τώρα μόλις γεννηθεί! Κι' άρχισε να ζει μ' εμπιστοσύνη, μια ζωή γιομάτη καλοσύνη- ζητώντας να την αποχαιρετήσει, σε μιαν λεπτή, ατμόσφαιρα χαράς... Κ' έγινε τρυφερός, πονετικός. Κι’ όσο γινόταν πιο πονετικός, τόσο θαρρούσε πως κι’ η πλάση, γύρω, γινότανε καλύτερη μαζί του...

Κι’ έζησ' έτσι, δεν ξέρω πόσα χρόνια -έζησε, μάλλον, όλα του τα χρόνια, πάντα με το σκοπό ν’ αυτοκτονήσει...

------------------------------------------------

Πέθανε μόλις πέρσι, το χειμώνα. Πέθανε γέρος, από κάποιο κρυολόγημα, που μ’ όλες τις τρεχάλες, τις βεντούζες, τα γιατρικά και τις περιποιήσεις, του γύρισε σε περιπνευμονία...

 

Wednesday, November 11, 2020

Ναπολέων Λαπαθιώτης, "Ο προφήτης του καλού και του κακού" (διήγημα)

Ήταν δεν ήταν ακόμα γλυκοχάραμα, όταν ο Λύκαμβος, ακουμπώντας στο χοντρό ραβδί του, πήρε το δρόμο της βουνοπλαγιάς, κι ανέβηκε στην πιο ψηλή κορφή. Δε φορούσε παρά μια λεπτή χλαμύδα, και τα χοντρά, ασκητικά του πέδιλα.

Κι όταν έφτασε στην πιο ψηλή κορφή, κι είδε τον ήλιο ν’ ανεβαίνει απ’ τη θάλασσα, σαν ένα όραμα παραδεισιακό, η ψυχή του γιόμισε λαχτάρα κι ευφροσύνη. Έλυσε τις πόρπες της χλαμύδας του, και υψώνοντας τα χέρια, σα σε δέηση, στάθηκεν ολόγυμνος μπροστά του.

Κι ο ήλιος χάιδεψε τα μπράτσα και τα στήθη του, αγκάλιασε το λυγερό κορμί του, έλουσε τους γοφούς του και τις φτέρνες του με το ζεστό του, το λαμπρό του φως – και πότισε το πιο βαθύ του «είναι», όλο καλοσύνη κι αρμονία...

Και το μυαλό του, ξαφνικά, φωτίστηκε και κείνο, κι έμαθε, μονομιάς, όλα τα πράματα, όσα δε φαίνονται στα μάτια των θνητών, τα μυστικά της ζωής και του θανάτου, και των αιωνίων μισεμών, και των αιώνιων γυρισμών...

Έμειν’ έτσι, όλη την ημέρα, ασάλευτος και μόνος, σα θεός. Κι όταν έφτασε το βράδυ, κι ο ήλιος ξαναμπήκε στο βουνό, πήρε πάλι το ίδιο μονοπάτι, και κατέβηκε ως την πολιτεία. Τα φώτα μόλις ήταν αναμμένα, κι ο κόσμος όλος πλημμύριζε τους δρόμους, και τις μεγάλες κεντρικές πλατείες.

Friday, November 6, 2020

Jorge Luis Borges, Για έναν ελάσσονα ποιητή της ελληνικής ανθολογίας (A un poeta menor de la antología)

 

 Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης 
[Traducción: Stavros Girgenis)

Πού να ’ναι τώρα η ανάμνηση των ημερών
που ήταν δικές σου πάνω στη γη κι υφαίναν
τη χαρά και την οδύνη κι ήταν για σε το σύμπαν;

Ο ποταμός του αριθμού των χρόνων
τις έχει χάσει. Είσαι μια λέξη σ’ έναν κατάλογο.

Οι θεοί σ' άλλους χάρισαν δόξα ατελεύτητη,
επιγραφές, ανάγλυφα, μνημεία κι εξαίρετους ιστορικούς.
Για σένα γνωρίζουμε μονάχα, φίλε ασήμαντε,
πως άκουσες το αηδόνι κάποιο απόγευμα.

Ανάμεσα στους ασφοδέλους της σκιάς, ο μάταιος ίσκιος σου
θα σκέφτεται πως οι θεοί σταθήκαν φειδωλοί.

Ωστόσο οι μέρες είναι ένα δίχτυ από αθλιότητες κοινότυπες,
κι υπάρχει ανώτερη ευλογία παρά να είσαι η στάχτη
απ’ την οποία είναι πλασμένη η λησμονιά;

Σε άλλους ρίξανε οι θεοί το φως της δόξας αδυσώπητο
να επιτηρεί τα ενδότερα και ν’ αριθμεί ρωγμές
μιας δόξας που καταλήγει φθείροντας το λατρεμένο ρόδο της.
Με σένα, αδερφέ, υπήρξαν οι θεοί πιο ελεήμονες.

Στην έκσταση ενός δειλινού που ποτέ του δεν θα γίνει βράδυ
ακούς το λάλημα απ’ το αηδόνι του Θεόκριτου.

Ερμηνεία και ανάλυση
Το υπέροχο αυτό ποίημα με τον καβαφικό τόνο είναι αφιερωμένο σε κάποιον ανώνυμο και ελάσσονα ποιητή της λεγόμενης ελληνικής ανθολογίας, μιας μεγάλης σειράς από ελληνικά επιγράμματα. Το όνομα του ποιητή έχει ξεχαστεί, το ίδιο η ζωή και η ποίησή του. Σε άλλους ποιητές η μοίρα επιφύλαξε μεγαλύτερη δόξα. Ωστόσο αυτή η δόξα είναι αδυσώπητη, με την έννοια ότι υπόκειται στη διαρκή φθορά του χρόνου και της κριτικής, η οποία τελικά καταλήγει να διαλύει το αντικείμενο (ρόδο) της αρχικής λατρείας της. Ο ασήμαντος ποιητής αντίθετα δεν έχει να φοβάται κάτι τέτοιο, εφόσον ούτως ή άλλως είναι ήδη λησμονημένος. Από αυτή την άποψη δεν πρέπει να τα βάζει με τους θεούς που δεν τον δόξασαν, αλλά αντίθετα να τους ευγνωμονεί, επειδή υπήρξαν στην πραγματικότητα φιλάνθρωποι μαζί του, αφού δεν τον υπέβαλαν στη διαδικασία της σταδιακής φθοράς που γνωρίζει η μεγάλη ποίηση. Ο ταπεινός ποιητής μας έχει τουλάχιστον το προνόμιο να ακούει παντοτινά, στο ατελεύτητο λυκόφως του χρόνου, τη φωνή των σπουδαιότερων ποιητών (αηδόνι), όπως αυτή του Θεόκριτου.

A UN POETA MENOR DE LA ANTOLOGIA

¿Dónde está la memoria de los días 
que fueron tuyos en la tierra, y tejieron 
dicha y dolor y fueron para ti el universo?

El río numerable de los años
los ha perdido; eres una palabra en un índice.

Dieron a otros gloria interminable los dioses,
inscripciones y exergos y monumentos y puntuales historiadores;
de ti sólo sabemos, oscuro amigo,
que oíste al ruiseñor, una tarde.

Entre los asfodelos de la sombra, tu vana sombra 
pensará que los dioses han sido avaros.

Pero los días son una red de triviales miserias,
¿y habrá suerte mejor que ser la ceniza 
de que está hecho el olvido?

Sobre otros arrojaron los dioses
la inexorable luz de la gloria, que mira las entrañas y enumera las 
grietas,
de la gloria, que acaba por ajar la rosa que venera; 
contigo fueron más piadosos, hermano.

En el éxtasis de un atardecer que no será una noche, 
oyes la voz del ruiseñor de Teócrito.