Wednesday, September 23, 2020

Ευστράτιος Ευ. Σαρρής, 2 ποιήματα


Via combusta


Ζυγός, τοῦ Κρόνου ἡ δύναμις, εἰς πτῶσι ὁ Ἥλιος·

Αἰγόκερως, τοῦ Κρόνου ῥῆγα σου ἡ ἑστία·

πικρὸς αὐθέντης στῆς ψυχῆς σου τὴν πορεία,

τὸ προγενέθλιο κρῖμα, βιὸς βαρὺς κι’ ἀνήλιος.


Ἀπ’ τὰ μικρᾶτα γηρασμένος, κρόνιος, μόνος,

τοῦ Νόμου ἀείποτε τ’ ἄγρυπνο νιώθεις βλέμμα,

κι’ ὁπόταν θέλῃς ὑψωθῆ πέφτει ἄγριο πέλμα,

τὸ πρόσωπό σου καταγῆς βρωμίζει ὁ πόνος.


Ὄξω ἀπ’ τ’ ἀνθρώπου τὰ μελίσσια ξωρισμένος,

ἥσκιοι σοφῶν καὶ ποιητῶν σὲ συντροφεύουν,

τὰ ἡλιόγελα σκορποῦν κι’ οἱ κρῆνες των στερεύουν,

μελανοχίτωνας, κορμὶ ψυχή, ντυμένος.


Κι’ ἀναίτια εὐφραίνεσαι μ’ ἄρματα καὶ φουσσᾶτα,

κι’ ἀπόκρυφοι σὲ θέλγουν λόγοι καὶ μαγεῖες,

φαιοὶ ὀνειρότοποι, τοῦ ἀλλόκοσμου ἱστορίες,

κυλοῦν τὰ βράδια μαῦρα ἐνύπνια γεμᾶτα.


Ψυχρὸς στὸν ἔρω, κροῦστα πάγου στὴν καρδιά σου,

στὸν ἔρω ἀμώνεις, μὲ τὸν ἔρω ἀναθαῤῥεύεις,

μὰ κι’ ἂν μιὰν ἄνασσ’ ἀβασίλευτη γυρεύῃς

«Μενέ, μενέ, θεκέλ, φαρσὶν» στὴν ζυγαριά σου.


Καὶ ψηλαφεῖς τὰ καστροπόρτια τοῦ θανάτου·

ποιοὶ ἀνέμοι τρῶν τὲς ἀδειανὲς πατημασιές σου,

καὶ ἂν λιμνάζῃ ἐντός των θλῖψις κι’ αἷμα σκέψου,

κι’ ἂν σὲ καταλαλῇ θρηνοῦσ’ αὐδὴ στοχάσου.


Πύρινος δρόμος σοῦ ’λαχε στὴν γῆ νὰ ὁρίσῃς

κεῖθε ὅπου μάγοι κι’ ἱεροφάντες, λέν, γεννιῶνται,

κι’ ὅλα μ’ ἀπάλη, δίχως τύχη, καταχτιῶνται·

τὴν κεκαυμένη ὁδὸ σοῦ ’μελλε νὰ βαδίσῃς.


Κι’ εἶδες τὸ σερπετὸ στὸν ἄμμο νὰ φιδίζῃ,

κι’ εἶδες τὸ ἀχνάρι του, δεξιὰ ζερβὰ πῶς πάει,

κι’ ὅμως, στεῤῥό, πάντα σ’ εὐθεῖα προχωράει·

τὸν χρόνο-φίδι μὲς στὸν βιό σου πῶς λυγίζει.


Γίνης χαλύβδινος, ῥωτεύθης τὴν ἰδέα,

σεβάστης κάθ’ ὀρθὸ στοῦ αἰῶνος τὴν συλία,

οἶκο, παράδοσι, πατρίδα καὶ θρησκεία,

λάξευσες πρόσωπο, στοῦ δρεπανιοῦ τὴν θέα.


Ὦ Κρόνε πάτερ, δικαστὴ καὶ θεσμοθέτη,

κρόνιο παιδὶ στὰ κάτεργά σου ταξειδεύω,

τ’ ἄλγη, τὰ δῶρα σου, μὲ λόγο ξαντιμεύω·

ἁγνὸ παιδί, ποὺ ἀκέρηα ἀγάπη καταθέτει.



Γυμνογραφία


Τ’ ὁλόγυμνο κορίτσι * τὸ ἐνώπιον τοῦ καθρέφτη

θαυμάζει τὸ κορμί της, * ῥέει κι’ ὀνειρονυφαίνει.

Ζάλευκη ὡς τὸ χιόνι, * μελαχροινὴ ὡς ἡ νύχτα,

τὸ ἁρμονικό της στῆθος * φουχτώνει κι’ ἀπομένει.

Ὀρθή, στητή, μπρός, πίσω, * τ’ ἀστρόβλεμμά της φέγγει

κάθε γραμμὴ καὶ τόπο, * κάθε ἀκρινὸ καντόνι.

Στὴν γῆ τοῦ ἀντικαθρέφτη * ὁ δαίμων καίει κι’ ἱδρώνει,

ξιφάρι πάγου-λάβρας, * σαγίττα ποτισμένη.

Κρίκος στὴν κάθε ῥῶγα, * κρίκος στὸν ὀμφαλό της,

τὸ φωτοτρίγωνό της * στὸ ἡμίφως λαμπυρίζει.

Γυμνότριχο τὸ αἰδοῖον * μὲ τοὺς χυτοὺς μηρούς της

γῆν ἄλλη τριγωνίζει * κι’ ἀχνὴ ὁδὸς τὰ ἑνώνει.

Τὸν χρόνο καμπυλώνει * ἡ ἀπόκρυφη κλεψύδρα,

μετρᾷ, γεμίζει, ἀδειάζει * τὴν ὑπερκόσμιαν ὥρα.

Τ’ ὁλόγυμνο κορίτσι * στὴν κλίνη του πλαγιάζει,

ἀνάσκελη ῥεμβάζει * κι’ ἀναγερτὴ καπνίζει.

Βράδυ, κοιμᾶται τώρα· * πύλη καὶ βένθος κι’ ὄναρ,

ἀνεδομήθ’ ἡ κτίσις, * ξέφωτο δασοτόπι.

Θωρεῖ τὸν ἑαυτό της, * σ’ ἀρχαῖο βωμὸν ἀπάνω

ἐνήδονη γυμνότης, * γύρω δαυλοὶ ἀναμμένοι.

Θαμπὰ τὰ πρόσωπά των, * ἀνέγνωροι ἄντρες, ξένοι,

ζευγάρια χέρια πλήθια * λαίμαργα τὴν ἀγγίζουν.

Κάθε γραμμὴ καὶ τόπος, * κάθε ἀκρινὸ καντόνι

ξάφνου σκουριὰ καὶ πέφτει, * νηὰ σάρκα ἀναδυέται.

Ἡ ἁγνότης καταλυέται, * τραβιοῦνται ὁμοῦ τὰ χέρια,

γύρω οἱ δαυλοὶ σβησμένοι, * μὰ ἐρωτοστράφτει μόνη…

Τοῦ πρωινοῦ οἱ ἥσκιοι, * χέρια ἡλιοκαμμένα,

ἀντρίκεια, φλεβιασμένα *  γαλήνια τὴν θωπεύουν.

Πλέον ὁ χρησμὸς ἐδόθη, * τὸ κάλλος δικαιώθη,

στοῦ ἔρωτος τὴν θέρμην * μέταλλο ὑγρὸ θὰ λειώσῃ.

Στῆς πείρας τὸ ἀμόνι * θὰ τὸ ἀργάσουν σφῦρες

ἡρώων καὶ σατύρων· * σπάθη χρυσῆ νὰ λάμψῃ. 

Καὶ σφίγγει τὸ κορίτσι * στὰ στήθη τὸ σεντόνι·

κεῖνο πίνει τὴν ἅψι, * τὴν δρόσο καὶ τὸ μύρον.



No comments:

Post a Comment