Monday, September 28, 2020

Ελευθερία Σταυράκη, Επιτάφιος





Επιτάφιος


«Εἰ δέ με δεῖ καὶ γυναικείας τι ἀρετῆς
[…] μνησθῆναι […] ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα
καὶ ἧς ἂν ἐπ’ ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου
ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ»
                                       Θουκυδίδης

Ήτανε όλες τους καλές και φρόνιμες γυναίκες·
γνώριζαν να υφαίνουν μακρόσυρτες λευκές σιωπές,
υπομένοντας τη βία των ξένων βλεμμάτων.
Ήταν καλές και φρόνιμες,
σήκωναν αγόγγυστα στους λεπτούς τους ώμους
τη μοναξιά την πείνα το σκοτάδι
της συζυγικής τους κλίνης.
Καθημερινά ξορκίζανε τη σκόνη δίχως να διαμαρτύρονται
βαστώντας απ’ το σπιτικό τους μακριά τη θλίψη
για χάρη των αγαπημένων.
Βαθιά μεσάνυχτα κρημνίζονταν στη θύμηση
εκείνων που το ’νιωθαν ανώφελο να επιστρέφουν,
όσων ήθελαν μα δεν μπορούσαν.

Ξημέρωνε το πρωινό γρυλίζοντας στα πόδια τους
σκυλί δεμένο κι έρημο∙

έδεναν τότε τα μαλλιά τους, ένα κουβάρι στάχτη στο μαντήλι·
μαρμάρινοι λαιμοί που χόρταιναν χρυσαφικά,
τα στήθη στολισμένα τη γύρη των ασφόδελων,
το λευκασμένο πρόσωπο τα μάτια τους τα χείλη
παραδίνονταν στο άγγιγμα της Κίρκης,
να παραμένουν ετοιμόγεννες στο νέο αίμα,
να καλοδέχονται τον πόλεμο που τους αρπάζει τα παιδιά αγέννητα.

Καθώς ξεκίναγαν για το αρχαίο κοιμητήρι
φορώντας το λίκνισμα της άμπωτης κατάσαρκα,
ψυχές ευλύγιστες στο δρόμο της σιωπής,
έγερναν με λαχτάρα να σφίξουν τη σκιά
του γιου του άντρα του αδελφού
πελεκημένες από πόνο ή από την ανάγκη·
η μια δίπλα στην άλλη, σαν πληγωμένα βράχια
που τα δέρνει ο βόρειος άνεμος.

Κανείς ποτέ δεν έμαθε το όνομά τους·
πίσω τους ίχνη νεκρά στις πέτρες και το χώμα,
τόσες πέτρες τόσο χώμα, και κανένα δικό τους σημάδι
στον κήπο των επιφανών ανδρών.

Σα να μη ζήσαν τούτοι οι μαρμάρινοι λαιμοί
τα δάχτυλα που κόμπιαζαν στο άγγιγμα
τα βήματα ερωτηματικά,
οι αναπνοές της ομορφιάς τους
πασπαλισμένη πάχνη στα χορτάρια·
εκείνες άφαντες,
θαμμένες στις φυλλωσιές που κρύβουν το φως ακόμη μίας μέρας
τα χάδια τους χαμένα οι αγωνίες δε χτυπάνε
στη σκαπάνη,
μονάχα σαύρες φτερουγίζουν στ’ αναχώματα∙
μία γραμμή περίσσεψε για κείνες,
να μη φανούν, να μην ακουστούν ανάμεσα στους άνδρες
για καλό και για κακό·
πρόθυμες την ακολούθησαν και χάθηκαν,
χωρίς ανάπαυλα ζωής.

Έκτοτε αγνοούνται· ποιος ξέρει,
μπορεί κάποιος θεός να τις λυπήθηκε
και να τις έκρυψε στα κλαδιά των δέντρων
που φλεβίζουνε τον ουρανό,
από κει να ψιθυρίζουν πως έζησαν καλές και φρόνιμες,
σύμφωνα με το νόμο της πόλης και το έθιμο·
μπορεί και σφίγγοντας η μία το λαιμό της άλλης
έκτοτε ν’ ανταμώνουν σαν αυτά τα δύο κυπαρίσσια
που κουβαλούν στην πλάτη τους το ηλιόγερμα.

Χωρίς ποτέ κανείς να μάθει τ’ όνομά τους.

No comments:

Post a Comment