Saturday, June 6, 2020

Mike Resnick (1942-2020), Ο χλωμός αδύνατος θεός

[Τίτλος πρωτοτύπουMike Resnick, The Pale Thin God, 1993] 

[Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης]

Στεκόταν σιωπηλά μπροστά μας ο αδύνατος χλωμός θεός που είχε ει­σβάλει στη γη μας. Περίμενε να ακούσει τις κατηγορίες.

Ο πρώτος από μας που μίλησε ήταν o Μουλούνγκου, ο θεός του λαού Γιαό. «Κάποτε, πολλούς αιώνες πριν, ζούσα χαρούμενος πάνω στη γη μαζί με τα ζώα μου. Όμως μετά εμφανίστηκαν οι άνθρωποι. Επινόησαν τη φω­τιά και κατάκαψαν τη γη. Βρήκαν τα ζώα μου και ξεκίνησαν να τα σκοτώ­νουν. Επινόησαν όπλα και ξεκίνησαν να πολεμούν μεταξύ τους. Δεν μπο­ρούσα να ανεχτώ αυτή τη συμπεριφορά και έτσι έβαλα μιαν αράχνη να υφάνει ένα νήμα προς τον ουρανό και το σκαρφάλωσα, για να μην επι­στρέψω ποτέ. Κι όμως εσύ θυσιάστηκες γι’ αυτά ακριβώς τα πλάσματα». Ο Μουλούνκγου έδειξε με το μακρύ του δάχτυλο προς τον χλωμό αδύνατο θεό.  «Σε κατηγορώ για το έγκλημα της αγάπης». 

Κάθισε κάτω και αμέσως σηκώθηκε ο Νυάμπε, ο θεός του λαού Κόκο. «Ζούσα κάποτε ανάμεσα στους ανθρώπους και ο θάνατος δεν υπήρχε στον κόσμο, επειδή τους είχα δώσει ένα μαγικό δέντρο. Όταν οι άνθρωποι γερ­νούσαν και ζάρωναν, πήγαιναν και ζούσαν για εννιά μέρες κάτω από το δέντρο κι αυτό τους έκανε ξανά νέους. Αλλά καθώς περνούσαν τα χρόνια, οι άνθρωποι άρχισαν να με θεωρούν δεδομένο και σταμάτησαν να με λα­τρεύουν και να κάνουν θυσίες προς τιμή μου. Έτσι ξερίζωσα το δέντρο μου και το πήρα μαζί μου στον ουρανό.  Χωρίς τη μαγεία του οι άνθρωποι τε­λικά άρχισαν να πεθαίνουν». Κοίταξε απειλητικά προς τον χλωμό αδύνα­το θεό. «Και τώρα δίδαξες στους ανθρώπους ότι μπορούν να θριαμβεύσουν πάνω στον θάνατο. Σε κατηγορώ για το έγκλημα της ζωής».

Στη συνέχεια o Ογκούν, ο θεός του λαού των Γιορούμπα, έκανε ένα βή­μα μπροστά. «Όταν οι θεοί ζούσαν στη γη, βρήκαν τον δρόμο τους φραγ­μέ­νο από αδιαπέραστους θάμνους με αγκάθια. Δημιούργησα ένα μαχαίρι και καθάρισα τον δρόμο για χάρη τους. Αυτό το μαχαίρι το παρέδωσα στους ανθρώπους που το χρησιμοποίησαν όχι μόνο για να ανοίγουν μονο­πάτια, αλλά και για τη δόξα του πολέμου. Κι όμως, εσύ που ισχυρίζεσαι ότι είσαι θεός λες στους λάτρεις σου να απεχθάνονται τα όπλα και πότε να μη ση­κώνουν το χέρι τους οργισμένοι. Σε κατηγορώ για το έγκλημα της ειρή­νης». 

Όταν ο Ογκούν κάθισε κάτω, σηκώθηκε ο Μουλούκου, ο θεός του λαού των Ζαμβέζι. «Έφτιαξα τη γη, έσκαψα δύο τρύπες και από τη μία βγήκε ο άνδρας και από την άλλη η γυναίκα. Τους έδωσα γη και εργαλεία και σπό­ρους και αγγεία από πηλό και τους είπα να φυτέψουν τους σπόρους, να χτίσουν ένα σπίτι και να μαγειρεύουν το φαγητό τους μέσα στα αγγεία. Αλλά ο άνδρας και η γυναίκα έφαγαν τους σπόρους ωμούς, έσπασαν τα αγγεία και άφησαν τα εργαλεία στο πλάι ενός μονοπατιού. Γι’ αυτό λοιπόν κάλεσα δύο μαϊμούδες και τους έκανα τα ίδια δώρα. Οι δύο μαϊμούδες έ­σκαψαν τη γη, έχτισαν ένα σπίτι, θέρισαν τους καρπούς και τους μαγείρε­ψαν μέσα στα αγγεία τους». Έκανε μια διακοπή. «Έτσι έκοψα τις ουρές από τις μαϊμούδες και τις έβαλα στους δύο ανθρώπους, αποφασίζοντας ότι από εκείνη την ημέρα οι άνθρωποι θα είναι μαϊμούδες και οι μαϊμούδες θα είναι άνθρωποι». Έδειξε προς τη μεριά του αδύνατου χλωμού θεού. «Κι όμως, αντί να τιμωρήσεις τους ανθρώπους, συγχώρησες τα λάθη τους. Σε κατηγορώ για το έγκλημα της συμπόνιας».  

Στη συνέχεια μίλησε ο Εν-Κάι, ο θεός των Μασάι. «Δημιούργησα τον πρώτο πολεμιστή, τον Λε-εγιό, και του έδωσα ένα μαγικό τραγούδι να το ψέλνει πάνω από τα νεκρά παιδιά για να τα φέρνει πίσω στη ζωή και να τα κάνει αθάνατα. Αυτός όμως δεν έψελνε το τραγούδι, μέχρις ότου πέθανε ο ίδιος ο γιος του. Του είπα ότι ήταν πολύ αργά, ότι το τραγούδι δε θα λει­τουργούσε πια και ότι εξαιτίας του εγωισμού του ο θάνατος θα έχει πάντο­τε δύναμη πάνω στον άνθρωπο. Με παρακάλεσε να μαλακώσω, αλλά επει­δή είμαι θεός και ένας θεός δεν μπορεί να κάνει λάθος, δεν μαλάκωσα». Σταμάτησε για μια στιγμή, ύστερα κοίταξε παγερά τον αδύνατο χλωμό θε­ό. «Επιτρέπεις στους ανθρώπους να ξαναζήσουν, έστω και μόνο στον ου­ρανό. Σε κατηγορώ για το έγκλημα του ελέους».  

Τέλος ο Χουβεάνε, ο θεός του λαού των Μπασούτο, σηκώθηκε όρθιος. «Κι εγώ έζησα ανάμεσα στους ανθρώπους σε περασμένες εποχές. Ωστόσο η μικρότητά τους με πρόσβαλε κι έτσι κάρφωσα μερικά καρφιά στον ουρα­νό και σκαρφάλωσα ψηλά, όπου οι άνθρωποι δε θα μπορούσαν να με δουν ξανά». Κοίταξε τον αδύνατο χλωμό θεό. «Και τώρα καθυστερημένα έφτα­σες στη γη μας και διδάσκεις ότι οι άνθρωποι μπορούν να ανέβουν στον ουρανό, ότι μπορούν ακόμη και να καθίσουν στα δεξιά σου. Σε κατη­γορώ για το έγκλημα της ελπίδας».

Οι έξι φοβεροί θεοί γύρισαν προς το μέρος μου. «Εμείς μιλήσαμε», εί­παν, «τώρα είναι η σειρά σου, Άνουβη. Για ποιο έγκλημα τον κατηγορείς;»

«Εγώ δεν κατηγορώ, αλλά μόνο κρίνω», απάντησα.

«Και πώς τον κρίνεις;», ζήτησαν να μάθουν.

«Θα τον ακούσω να μιλά και μετά θα σας πω». 

Γύρισα προς τον αδύνατο χλωμό θεό. «Κατηγορήθηκες για τα εγκλήμα­τα της ειρήνης, της ζωής, του ελέους, της συμπόνιας, της αγάπης και της ελπίδας. Τι έχεις να πεις για να υπερασπίσεις τον εαυτό σου;»  

Ο αδύνατος χλωμός θεός κοίταξε προς εμάς, τους κατηγόρους του. «Κατηγορήθηκα για ειρήνη», είπε χωρίς ποτέ να  υψώνει τη φωνή του, «κι ωστόσο περισσότεροι ιεροί πόλεμοι έγιναν στο όνομά μου, παρά στο όνο­μα όλων των άλλων θεών μαζί. Η γη έγινε κόκκινη από το αίμα αυτών που πέθαναν για την ειρήνη μου. Κατηγορήθηκα για τη ζωή», συνέχισε, «ω­στόσο στο όνομά μου Ισπανοί βάφτισαν τα βρέφη των Αζτέκων και σκόρ­πισαν τα μυαλά τους στους βράχους, ώστε να ανεβούν στον ουρανό δίχως να ζήσουν για να γίνουν πολεμιστές. Κατηγορήθηκα για έλεος, αλλά η Ιερά Εξέταση έγινε στο όνομά μου και ο αριθμός των ανθρώπων που βασανί­στηκαν ως τον θάνατο είναι πέρα από κάθε υπολογισμό. Κατηγορήθηκα για συμπόνια, κι ωστόσο ούτε ένας άνθρωπος από όσους με λατρεύουν δεν έζησε ποτέ τη ζωή του δίχως πόνο, δίχως φόβο, δίχως φτώχεια. Κατη-γορήθηκα για αγάπη, κι όμως δεν κατόρθωσα να σταματήσω τη συμφορά, την αρρώστια ή τον θάνατο. Κι εκείνον ακόμη που ζει την πιο άψογη και άγια ζωή θα τον επισκεφτούν όλοι οι βάναυσοι καβαλάρηδές μου με την ίδια βεβαιότητα που θα επισκεφτούν και εκείνον που με απορρίπτει. Τέλος, κατηγορήθηκα για ελπίδα», είπε και τα στίγματα στα χέρια, τα πό­δια και το λαιμό του άρχισαν να λάμπουν με ένα αστραφτερό κόκκινο χρώμα, «κι ωστόσο από τη στιγμή που ήρθα στη γη σας έφερα μαζί μου λιμό στο Βορρά, γενοκτονία στη Δύση, ξηρασία στο Νότο, αρ­ρώστια στην Ανατολή. Και παντού όπου υπήρχε ελπίδα, τώρα υπάρχει μό­νο φτώχεια και άγνοια και πόλεμος και θάνατος. Έτσι έγινε οπουδήποτε πήγα και έτσι θα είναι πάντα. Μ’ αυτόν τον τρόπο απαντώ στις κατηγορίες σας».  

Οι έξι μεγάλες και φοβερές θεότητες στράφηκαν προς το μέρος μου για να ζητήσουν την κρίση μου. Εγώ, ωστόσο, είχα ήδη πέσει στα γόνατά μου, μπροστά στον μεγαλύτερο Θεό απ’ όλους μας.

 




No comments:

Post a Comment