[Η ιστορία που μεταφράζεται παρακάτω είναι εγκιβωτισμένη μέσα σε μια ευρύτερη αφήγηση. Έχει προηγηθεί η ιστορία του Χασάν, ο οποίος πέρασε από τη μαγική Πύλη των Χρόνων στο Κάιρο, έργο του αλχημιστή Μπασααράτ, και μεταφέρθηκε 20 χρόνια στο μέλλον, όπου βρήκε τον εαυτό του πλούσιο και ευτυχισμένο. Ακολουθεί η ιστορία του υφαντή Ατζίμπ που δεν είναι το ίδιο χαρούμενη. Τίτλος πρωτοτύπου: Ted Chiang, «Τhe Tale of the Weaver Who Stole from Himself», στο The Merchant and the Alchemist's Gate, 2007]
Ήταν κάποτε ένας νεαρός υφαντής, ο οποίος ονομαζόταν Ατζίμπ και ζούσε μια μέτρια ζωή φτιάχνοντας χαλιά, αλλά ποθούσε να γευτεί τις πολυτέλειες που απολάμβαναν οι πλούσιοι. Έχοντας ακούσει την ιστορία του Χασάν, πέρασε αμέσως μέσα από την Πύλη των Χρόνων για να αναζητήσει τον γηραιότερο εαυτό του, για τον οποίο θεωρούσε βέβαιο ότι θα ήταν πλούσιος και γενναιόδωρος όσο και ο γηραιότερος Χασάν. Φτάνοντας στο Κάιρο του μέλλοντος, είκοσι χρόνια αργότερα, πήγε στην πλούσια συνοικία της πόλης, την Χαμπανίγια, και ρώτησε τον κόσμο για την κατοικία του Ατζίμπ ιμπν Ταχέρ. Ήταν προετοιμασμένος ώστε, αν συναντούσε κάποιον ο οποίος θα γνώριζε τον άνδρα και θα παρατηρούσε την ομοιότητα των χαρακτηριστικών τους, να συστηθεί ως ο γιος του Ατζίμπ, που μόλις έφτασε από τη Δαμασκό. Ωστόσο δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να εφαρμόσει αυτό το σχέδιο, επειδή κανένας από αυτούς τους οποίους ρώτησε δεν αναγνώρισε το όνομα.
Τελικά αποφάσισε να επιστρέψει
στην παλιά του γειτονιά και να δει εάν κάνεις εκεί γνώριζε πού είχε
μετακινηθεί. Όταν έφτασε στον παλιό του δρόμο, σταμάτησε ένα αγόρι και το
ρώτησε εάν ήξερε πού θα μπορούσε να βρει έναν άνθρωπο με το όνομα Ατζίμπ. Το
αγόρι τον οδήγησε στο παλιό σπίτι του Ατζίμπ.
-Αυτό είναι το σπίτι όπου συνήθιζε να μένει, είπε
ο Ατζίμπ. Πού μένει τώρα;
-Αν μετακόμισε από χθες δεν το γνωρίζω, είπε
το παιδί.
Ο Ατζίμπ ήταν δύσπιστος. Ήταν
δυνατόν ο γηραιότερος εαυτός του να μένει ακόμη στο ίδιο σπίτι 20 χρόνια
αργότερα; Αυτό θα σήμαινε ότι δεν είχε γίνει ποτέ πλούσιος και ότι ο
γηραιότερος εαυτός του δεν θα είχε να του δώσει καμιά συμβουλή ή τουλάχιστον
καμία την οποία αν ακολουθούσε θα γινόταν πλούσιος. Πώς μπορεί η μοίρα του να
διέφερε τόσο πολύ από αυτήν του Χασάν, του τυχερού κατασκευαστή σκοινιών; Ελπίζοντας
ότι το αγόρι έκανε λάθος, περίμενε έξω από το σπίτι και παρακολουθούσε.
Τελικά είδε έναν άνθρωπο να
φεύγει από το σπίτι και με λυπημένη καρδιά αναγνώρισε σ’ αυτόν τον γηραιότερο
εαυτό του. Ο γηραιότερος Ατζίμπ ακολουθούνταν από μια γυναίκα που υπέθεσε ότι
ήταν η σύζυγός του, αλλά την οποία πρόσεξε ελάχιστα, γιατί όλη του η προσοχή
ήταν συγκεντρωμένη στη δική του αποτυχία να βελτιώσει τον εαυτό του. Κοιτούσε
με περιφρόνηση τα απλά ρούχα που το γηραιό ζευγάρι φορούσε, έως ότου εκείνοι
βγήκαν από το οπτικό του πεδίο.
Οδηγημένος από μια περιέργεια
που αναγκάζει τους ανθρώπους να κοιτάξουν τα κεφάλια των εκτελεσμένων, ο Ατζίμπ
πήγε στην πόρτα του δικού του σπιτιού. Το κλειδί του ακόμα ταίριαζε στην
κλειδαριά και έτσι κατόρθωσε να μπει. Τα έπιπλα είχαν αλλάξει, αλλά ήταν απλά
και φθαρμένα και ο Ατζίμπ στεναχωρήθηκε βλέποντάς τα. Μετά από 20 χρόνια δεν
κατόρθωσε να εξασφαλίσει ούτε καλύτερα μαξιλάρια;
Από ένστικτο πήγε προς την
ξύλινη κασέλα, όπου συνήθως φύλαγε τις οικονομίες του και την ξεκλείδωσε.
Σήκωσε το καπάκι και είδε ότι η κασέλα ήταν γεμάτη με χρυσά δηνάρια. Ο Ατζίμπ
ήταν έκπληκτος. Ο γηραιότερος εαυτός του είχε μια κασέλα με χρυσάφι κι
ωστόσο φορούσε τέτοια απλά ρούχα και ζούσε στο ίδιο μικρό σπίτι για 20 χρόνια!
Τι τσιγκούνης, άχαρος άνθρωπος πρέπει να ήταν ο γηραιότερος εαυτός του,
σκέφτηκε ο Ατζίμπ. Να έχει τόσο πλούτο και να μην τον απολαμβάνει! Ο
ίδιος γνώριζε από καιρό ότι κανείς δεν μπορεί να πάρει τα πλούτη του στον τάφο.
Ήταν δυνατόν να το ξέχασε αυτό γερνώντας;
Αποφάσισε ότι αυτά τα πλούτη
ανήκουν σε κάποιον ο οποίος θα μπορούσε να τα εκτιμήσει και αυτός ο κάποιος
ήταν ο ίδιος. Το να κλέψει τον πλούτο τού γηραιότερου εαυτού του δεν αποτελούσε
κλοπή -σκέφτηκε λογικά- αφού θα ήταν ο ίδιος που θα παραλάμβανε τα κλοπιμαία.
Φόρτωσε την κασέλα στον ώμο του και με πολλή προσπάθεια κατόρθωσε να την φέρει
πίσω μέσα από την Πύλη των Χρόνων στο Κάιρο της εποχής του.
Κατέθεσε ένα μέρος από τον
πρόσφατα αποκτημένο πλούτο του σ’ έναν τραπεζίτη, αλλά πάντοτε κουβαλούσε
μαζί του ένα πορτοφόλι γεμάτο με χρυσάφι. Ήταν ντυμένος με ρόμπα από τη Δαμασκό
και με σανδάλια από την Κόρδοβα, καθώς και με ένα τουρμπάνι από το Χορασάν που
είχε πάνω του ένα πετράδι. Νοίκιασε ένα σπίτι στην πλουσιότερη συνοικία, το
επίπλωσε με τα πιο λεπτεπίλεπτα χάλια και καναπέδες και προσέλαβε έναν
μάγειρα να του ετοιμάζει πλούσια δείπνα.
Στη συνέχεια
αναζήτησε τον αδερφό μιας γυναίκας που επιθυμούσε από καιρό, αλλά από μακριά,
και η οποία ονομαζόταν Ταχίρα. Ο αδερφός της ήταν φαρμακοποιός και η Ταχίρα τον
βοηθούσε στο μαγαζί. Ο Ατζίμπ περιστασιακά αγόραζε κάποιο φάρμακο για να
έχει την ευκαιρία να της μιλήσει. Μια φορά είδε το κάλυμμα του προσώπου της να
γλιστρά και τα μάτια της ήταν τόσο σκοτεινά και ωραία σαν μιας γαζέλας. Ο
αδερφός της δεν θα συμφωνούσε ποτέ να παντρευτεί έναν υφαντή, αλλά τώρα ο
Ατζίμπ μπορούσε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως ένα κατάλληλο ταίρι.
Ο αδερφός της Ταχίρα συμφώνησε
και η ίδια αμέσως έδωσε τη συγκατάθεσή της, γιατί και αυτή ποθούσε επίσης τον
Ατζίμπ. Ο Ατζίμπ νοίκιασε ένα από τα πλοιάρια που έπλεαν στο κανάλι νότια της
πόλης και παρέθεσε ένα συμπόσιο με μουσικούς και χορευτές, στη διάρκεια του
οποίου της προσέφερε ένα υπέροχο περιδέραιο από μαργαριτάρια. Ο εορτασμός
υπήρξε το αντικείμενο συζήτησης σε ολόκληρη τη συνοικία.
Ο Ατζίμπ απολάμβανε τη χαρά που
έφεραν τα χρήματα σ’ αυτόν και την Ταχίρα και για μια εβδομάδα οι δυο τους
έζησαν την πιο υπέροχη ζωή. Κατόπιν μια μέρα ο Ατζίμπ επέστρεψε στο σπίτι
και βρήκε την πόρτα σπασμένη και ανοιχτή και το εσωτερικό λεηλατημένο από
όλα τα ασημένια και χρυσά αντικείμενα. Ο τρομοκρατημένος μάγειρας βγήκε από
εκεί όπου κρυβόταν και του είπε ότι οι ληστές είχαν αρπάξει την Ταχίρα.
Ο Ατζίμπ προσευχήθηκε ωσότου
εξαντλημένος από την ανησυχία έπεσε να κοιμηθεί. Το επόμενο πρωί ξύπνησε από
ένα χτύπημα στην πόρτα. Εκεί στεκόταν ένας ξένος, ο οποίος είπε:
- Έχω ένα μήνυμα για σένα.
-Τι μήνυμα, ρώτησε ο Ατζίμπ.
-Η γυναίκα σου είναι ασφαλής.
Ο Ατζίμπ ένιωσε φόβο και οργή να
καίνε το στομάχι του σαν μαύρο δηλητήριο.
- Τι λύτρα θέλεις;
- 10.000 δηνάρια.
-Αυτά είναι περισσότερα από όλα όσα κατέχω,
αναφώνησε ο Ατζίμπ.
-Μην παίζεις μαζί μου, είπε ο ληστής.
Σε έχω δει να ξοδεύεις χρήματα, όπως άλλοι ξοδεύουν το νερό.
Ο Ατζίμπ έπεσε στα γόνατά του
και είπε:
- Υπήρξε σπάταλος. Ορκίζομαι στο όνομα του
Προφήτη ότι δεν έχω τόσα πολλά.
Ο ληστής τον κοίταξε από κοντά
και είπε:
- Μάζεψε όλα τα χρήματα που έχεις και φέρε
τα εδώ αύριο την ίδια ώρα. Εάν πιστέψω ότι έχεις κατακρατήσει κάποια, η γυναίκα
σου θα πεθάνει. Αν πιστέψω ότι είσαι ειλικρινής, οι άντρες μου θα σου την
επιστρέψουν.
Ο Ατζίμπ μπορούσε να δει ότι δεν
είχε άλλη επιλογή.
- Σύμφωνοι, είπε και ο ληστής έφυγε.
Την επόμενη μέρα πήγε στον
τραπεζίτη και απέσυρε όλα τα χρήματα που είχαν απομείνει. Τα έδωσε στο ληστή, ο
οποίος αντίκρισε την απελπισία στα μάτια του Ατζίμπ και ικανοποιήθηκε. Ο
ληστής έκανε ό,τι είχε υποσχεθεί και το ίδιο απόγευμα η Ταχίρα επέστρεψε.
Αφού
αγκάλιασαν ο ένας τον άλλον, η Ταχίρα είπε:
- Δεν πίστευα ότι θα πληρώσεις τόσα πολλά
χρήματα για μένα.
-Δεν θα μπορούσα να τα απολαύσω δίχως
εσένα, είπε ο Ατζίμπ και έμεινε έκπληκτος συνειδητοποιώντας ότι αυτό
που έλεγε ήταν αλήθεια. -Τώρα ωστόσο μετανιώνω που δεν μπορώ να σου
αγοράσω ό,τι σου αξίζει.
-Δεν χρειάζεται να μου αγοράσεις ξανά
τίποτα, είπε εκείνη.
Ο
Ατζίμπ έσκυψε το κεφάλι του.
- Νιώθω σαν να τιμωρήθηκα για τις αμαρτίες μου.
- Ποιες αμαρτίες; ρώτησε η
Ταχίρα, αλλά εκείνος δεν είπε τίποτα.
-Δεν σου το ρώτησα αυτό πριν, είπε
εκείνη, αλλά ξέρω ότι δεν κληρονόμησες όλα αυτά τα χρήματα που
κέρδισες. Πες μου. Μήπως τα έκλεψες;
- Όχι, είπε εκείνος, αρνούμενος να
παραδεχτεί την αλήθεια σ’ εκείνη ή στον εαυτό του. -Μου δόθηκαν.
- Ήταν λοιπόν ένα δάνειο;
- Όχι, δεν υπήρχε ανάγκη να τα επιστρέψω.
-Και δεν επιθυμείς να τα επιστρέψεις πίσω; ρώτησε
έκπληκτη η Ταχίρα. -Είσαι λοιπόν ικανοποιημένος ότι εκείνος ο άλλος
άνθρωπος πλήρωσε για το γάμο μας; Ότι πλήρωσε για τα λύτρα μου; Έμοιαζε
έτοιμη να κλάψει. -Είμαι λοιπόν δική σου γυναίκα ή αυτού του άλλου ανθρώπου;
- Δική μου γυναίκα είσαι.
- Πώς μπορεί να είμαι, όταν χρωστώ την ίδια μου
τη ζωή σε κάποιον άλλον;
- Δεν περίμενα πως θα αμφέβαλες για την αγάπη
μου. Σου ορκίζομαι ότι θα πληρώσω πίσω τα χρήματα ως το τελευταίο δηνάριο.
Έτσι οι δυο τους επέστρεψαν στο
παλιό του σπίτι και άρχισαν να κάνουν οικονομίες στα χρήματά τους. Πήγαν και οι
δύο να δουλέψουν στο φαρμακείο του αδερφού της Ταχίρα. Όταν ο τελευταίος
έγινε τελικά αρωματοποιός για τους πλούσιους, ο Ατζίμπ και η Ταχίρα
ανέλαβαν την δουλειά να πουλούν γιατρικά στους αρρώστους. Το εισόδημα
ήταν καλό, αλλά ξόδευαν όσο λιγότερα μπορούσαν, ζώντας μέτρια και
επιδιορθώνοντας τα χαλασμένα έπιπλα, αντί να αγοράσουν καινούργια. Για χρόνια ο
Ατζίμπ χαμογελούσε κάθε φορά που έριχνε ένα νόμισμα στην κασέλα, λέγοντας
στη σύζυγό του ότι αποτελούσε μια υπενθύμιση του πόσο πολύ αξίζει γι’ αυτόν.
Ωστόσο δεν είναι εύκολο να γεμίσεις μια κασέλα, προσθέτοντας μερικά μόνο νομίσματα κάθε φορά, και έτσι αυτό που ξεκίνησε ως αποταμίευση σταδιακά κατέληξε σε ένα είδος μιζέριας και οι συνετές αποφάσεις αντικαταστάθηκαν με την τσιγκουνιά. Ακόμη χειρότερα, η αγάπη μεταξύ τους έσβησε με το πέρασμα του χρόνου και ο καθένας από τους δύο άρχισε να κατηγορεί τον άλλον για τα χρήματα που δεν μπορούσαν να ξοδέψουν. Έτσι τα χρόνια πέρασαν και ο Ατζίμπ γέρασε, περιμένοντας να του αφαιρεθεί το χρυσάφι του για δεύτερη φορά.
[Μετάφραση από τα αγγλικά: Σταύρος Γκιργκένης]
No comments:
Post a Comment