Tuesday, July 7, 2020

Γιώργος Σαραντάρης: 5 πεζοποιήματα από τα ανέκδοτα


ΣΑΝ ΕΝΑ ΖΟΥΜΕΡΟ ΚΑΡΠΟ...

Σαν ένα ζουμερό καρπό σε γεύτηκα χτες, γυμνή, στο δωμάτιό μου. Σε είχα αποθυμήσει πια, νομίζοντας πως αόρατός μου εχ­θρός παρεμπόδιζε την επαφή μας, προσκαλώντας εσένα σε άλλες γητειές, αφαιρώντας εμένα σε διαφορετικές περιπέτειες. Ήρθες λοιπόν στον απονήρευτο εαυτό μου, άξαφνα, κι έδιωξες πάσαν ομίχλη από μπροστά μου. Αφαίρεσες την πάχνη από το τοπίο που αντίκρυζαν τα μάτια μου. Γύρω μας ξάπλωσες την πιο απί­θανη μοναξιά, σα να εχρειάζετο για ν’ αναπνεύσουμε.

Σε άγγιξα, και ξανάγινα το παιδί που νιώθει την ομορφιά του πρώτου λουλουδιού που ευφραίνοντας το χέρι του ευφραίνει την ψυχή του. Δέχτηκες ν’ απογυμνωθείς από το ψέμα που θάμπω­νε τα μάτια μου, σα να μην έσμιγε πια αυτό το ψέμα τις δυο μας φαντασίες, σα να οπισθοχωρούσαμε μαζί -κι εσύ να ’διδες το σύνθημα- στην ανάμνηση αιώνων για να προφτάσουμε το νεοφερμένο αίσθημα που μας συνέδεε, όταν η αγνότητα θα το στεφάνωνε ακόμα. Γδύθηκες, κι εγώ, που θωρώντας την αποκάλυψη του σώματός σου πρόσεχα τη μοίρα μας γιατί ένιωθα πως άλλο τίποτα πια από τον εγκόσμιον εαυτό σου δε θα μου φανέ­ρωνες, έβλεπα πως η σιωπή έπαιρνε να μας κυκλώσει φρόντιζε να μας φράξει όποια διέξοδο, συλλογιζόμενη την ευτυχία μας.

Ένα ολάκερο απομεσήμερο χαρήκαμε το βίο μας, κι αληθινοί άνθρωποι, στην απερισκεψία της ηδονής, θίξαμε την καλοσύνη του ονείρου, πού ήτανε αυτή η ύπαρξή μας, σπαρταριστή, που πλησίαζε την αφή μας έδιδε μορφή στον καπνό των προσδοκιών μας.

Για να μην κλάψω ξανά και θυμηθώ τη θυσία μας, στους κόρφους σου άφησα όλα τα δάκρυα της ψυχής μου.

ΑΞΑΦΝΑ ΥΠΟΠΤΕΥΘΗΚΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ…

Άξαφνα υποπτεύθηκε μια μέρα μήπως η αναγνωρισμένη δειλία του θα τον εμπόδιζε να ζήσει κείνη τη ζωή, που χρέος και χαρά μας είναι να πλησιάσουμε να υποτάξουμε τον εαυτό μας σ’ αυτήν· τη ζωή όλων των ανθρώπων, που ζήτησαν και δικαιολόγησαν τη γέννησή τους.

Ένιωσε την πίκρα της σάρκας τότε, με άπειρη κατάνυξη∙ τόσο βαθιά που ποτέ του δεν είχε δοκιμάσει, μήτε μετά απ’ τη μέθη της ηδονής του έρωτα. Η αδυναμία να μεταπλάσει τη γήινη σύσταση του δικού του κορμιού τον κλόνιζε, σα να του είχε αφαιρεθεί ένα πατροπαράδοτο δικαίωμα ένα προνόμιο όπου δε χωρούσε πια συζήτηση, από τέτοια λησμονημένη εποχή χρονολογείτο…  Ήτανε όπως να είχε αρχίσει ένα παιχνίδι, και να μην είχανε εξηγηθεί όλοι οι όροι του, οι κανόνες που το διέπανε, έτσι που ο καθείς θ’ αντιλογούσε πως, αν γνώριζε, θα λάβαινε τα μέτρα του εξαρχής...

ΣΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ…

Στην επιθυμία να σφίξουμε τις σχέσεις μας όσο κει που δεν παίρνει, στον πόθο να απολαύσουμε την ηδονή που τα σώματα φανερά υποσχόντουσαν το ένα στο άλλο, τέλος στο λεπτό αίσθημα της διαφοράς ανάμεσα μας -διάφορα δύο υποστάσεων- που μας άγγιζε ύστερα απ’ τις ειλικρινέστερες εκμυστηρεύσεις απ’ την πιο εξαντλητική απογύμνωση, απ’ την ασυνείδητη, κι αφελέστατη, τάση να ταιριάσουνε οι αναπνοές μας, σα γοητεία που τη σκόρπισε ο αγέρας∙ σ’ όλες λοιπόν αυτές τις σκιές αισθημάτων έτρεχε ένα ρίγος, στον ουρανό τους σα σύννεφο ταξίδευε η ακαθόριστη μυρωδιά της σάρκας, που δεν είναι πια σάρκα γιατί έγινε λαχτάρα και ψυχική δόνηση. 

Ο ΠΟΝΟΣ ΞΑΛΑΦΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΣΟΥ…

Ο πόνος ξαλαφρώνει την υγεία σου, την έτοιμη σιωπή σου. Όσον ο πόνος τίποτα δεν ξεκίνησε από τόσην απόσταση -από μιαν αμύθητη ανυπαρξία...─ για να χυθεί σ’ εσένα. Μεγάλες αλαργινές ημέρες τον προβόδισαν∙ μια διαύγεια στοχασμών υπερκόσμια∙ μια καλοσύνη σαν εκείνη του Θεού. Έβλεπες, λες, ένα κομψό προμήνυμα της τύχης σου στην ξάστερη διαρροή των ωρών. Ώσπου αληθινά άγγιξες την ησυχία σου, να βγαίνει από το σώμα σου σαν άστρο.

ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΠΡΟΔΙΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ...

Υφίσταται προδιαγεγραμμένη μια στιγμή ηρωισμού για τον κάθε άνθρωπο∙ η ώρα του θανάτου, η ώρα που αφηνόμαστε στο κενό θέλοντας κι εμείς χωρίς πια δισταγμό την τέτοια τύχη μας∙ γιατί δεν μπορώ να οραματιστώ διαφορετικά το θάνατο∙ εκουσίως μια φορά στο βίο του θα ριχτεί ο άνθρωπος στη θάλασσα, όχι για κολύμπημα και ηδονή μες στα κύματα, αλλά για να καταποντιστεί και να μην επιπλεύσει ποτές.


No comments:

Post a Comment