Η
Ημέρα της Οργής έφτασε. Ο ουρανός ήχησε με σάλπιγγες, αγωνιώδεις, που
καλούσαν. Παντού οι στεγνοί βράχοι υψώθηκαν στενάζοντας και ξαναέπεσαν σε ερείπια.
Τότε ο ουρανός σκίστηκε και μέσα στο θάμβος εμφανίστηκε ένας θρόνος από λευκή
φωτιά, μέσα σε ουράνιο τόξο που φλεγόταν πράσινο. Αστραπές αναβόσβησαν πέρα
στους ορίζοντες. Γύρω από τον θρόνο αιωρούνταν επτά μεγαλοπρεπείς φιγούρες στα
άσπρα, με χρυσαφένιες ζώνες στα στήθη τους. Και η καθεμιά τους κρατούσε στο γιγάντιο
χέρι της μία φιάλη που κάπνιζε και θυμιάτιζε στον ουρανό.
Μέσα
από τη λάμψη στον θρόνο βγήκε μια φωνή: «Πάρτε το δρόμο σας και χύστε τις
φιάλες της οργής του Θεού πάνω στη γη».
Και
ο πρώτος άγγελος εφόρμησε προς τα κάτω και άδειασε τη φιάλη του σαν ένα
χείμαρρο σκοταδιού που κάπνιζε πέρα ως πέρα στην απογυμνωμένη γη. Και η σιωπή
βασίλευε.
Τότε ο δεύτερος άγγελος πέταξε κάτω στη γη κι έτρεχε ορμητικά πέρα-δώθε, χωρίς να αδειάσει τη φιάλη του. Και τελικά γύρισε πίσω στον θρόνο, φωνάζοντας: «Κύριε, η δική μου φιάλη πρέπει να χυθεί πάνω στη θάλασσα. Αλλά πού είναι η θάλασσα;» Και πάλι έγινε σιωπή. Γιατί οι ξεροί, σκονισμένοι βράχοι της γης απλώνονταν απεριόριστα κάτω από τον ουρανό. Και όπου υπήρχαν οι ωκεανοί, υπήρχαν μόνο αυλακωμένες κοιλότητες στην πέτρα, τόσο στεγνές και άδειες όσο και όλα τα άλλα.