Είναι
τόσο πολύ μακριά το χλωμό και μοιραίο της πρόσωπο, τόσο απόμακρα τα χιόνια
στο θανάσιμο στήθος της, για να μπορέσουν ποτέ να τ’ αντικρίσουν τα μάτια μου.
Κάποτε, ωστόσο, ο ψίθυρός της έρχεται σ’ εμένα, σαν παγερός απόκοσμος άνεμος
που ’ναι αχνός, καθώς διέσχισε τα χάσματα μεταξύ των κόσμων και πέταξε πάνω
από έσχατους λευκούς ορίζοντες παγωμένων ερήμων. Και μου μιλά σε μια γλώσσα
που ποτέ μου δεν άκουσα, αλλά πάντοτε ήξερα. Και μου λέει για πράγματα του
θανάτου και για πράγματα όμορφα πέρα απ’ τις εκστατικές επιθυμίες του έρωτα.
Ο λόγος της δεν είναι για το καλό ή το κακό, μηδέ για οτιδήποτε επιθυμούν ή
συλλαμβάνουν ή πιστεύουν οι τερμίτες της γης. Κι ο αέρας που ανασαίνει και η
γη στην οποία πλανιέται θα μπορούσαν να εκραγούν σαν το υπέρτατο ψύχος του αστρικού
χώρου. Και τα μάτια της θα τύφλωναν την όραση των ανθρώπων σαν ήλιοι. Και το
φιλί της, αν μπορούσε ποτέ να το εξασφαλίσει κανείς, θα μάραινε και θα φόνευε
σαν το φιλί του κεραυνού.
Μα ακούγοντας το
μακρινό, σπάνιο ψιθύρισμά της, αντικρίζω ένα όραμα αχανών σελαγισμών, σε
ηπείρους πλατύτερες απ’ ό,τι ο κόσμος και θάλασσες πολύ μεγάλες για το
εγχείρημα των πλοίων του ανθρώπου. Κι ορισμένες φορές εκστομίζω τα παράξενα
μαντάτα που φέρνει, αν και κανείς δεν θα τα καλοδέχονταν και κανείς δεν τα θα
πίστευε ή θα τα άκουγε. Και κάποια αυγή των απελπισμένων χρόνων θα προχωρήσω
μπροστά και θα τραβήξω για κει που καλεί, για να αναζητήσω τον υψηλό και
μακάριο όλεθρο των χιονόλευκων αποστάσεών της, για να χαθώ μεταξύ των
αβεβήλωτων οριζόντων της.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Σταύρος Γκιργκένης.
No comments:
Post a Comment