Στην αρχή όλοι πήγαιναν στο σχολείο
το βράδυ.
Το πρώτο κουδούνι χτυπούσε στις 10
μ.μ. και τα παιδιά έμεναν στην τάξη ως τα μεσάνυχτα, όταν όλοι πήγαιναν στην
τραπεζαρία για φαγητό. Το φαγητό της καφετέριας δεν φαινόταν στ’ αλήθεια
και τόσο κακό κάτω απ’ τα φώτα.
Για ένα διάστημα το σχολείο μας εδώ
στην πόλη λειτουργούσε τις νύχτες με φακούς και η κυρία Πέρκινς έσβηνε όλα τα
φώτα στην καφετέρια και τα παιδιά έτρωγαν υπό το φως των φακών. Ωστόσο
αυτό τελείωσε, όταν οι κυρίες που ετοίμαζαν το γεύμα μας διαμαρτυρήθηκαν για
το χάος.
Μετά το γεύμα υπήρχε διάλειμμα, αλλά καθώς κανένας από τους γονείς των παιδιών δεν τους επέτρεπε να παίζουν έξω στη μέση της νύχτας, το διάλειμμα δεν ήταν και πολύ διασκεδαστικό. Ως επί το πλείστον τα παιδιά κάθονταν απλώς στην αίθουσα και έπαιζαν χαρτιά ή ζωγράφιζαν στα σημειωματάριά τους ή μετρούσαν τα πλακάκια στο πάτωμα. Μετά το διάλειμμα, όλοι επέστρεφαν στην τάξη. Τα λεωφορεία έρχονταν στις τρεις και τριάντα το πρωί. Τα περισσότερα από αυτά ήταν μαύρα, αν και μερικά ήταν σκούρα μπλε ή μπορντό με καφέ βούλες. Έπρεπε να κοιτάξεις πραγματικά επίμονα για να τα δεις. Τα παιδιά συνήθως έφταναν στο σπίτι με την ανατολή του ηλίου για ένα ωραίο πρωινό με χάμπουργκερ ή πίτσα ή ίσως κοτομπουκιές.
Το καλό με το νυχτερινό σχολείο
ήταν ότι όλα τα παιδιά μελετούσαν σκληρά και τα πήγαιναν καλά στα τυποποιημένα
τεστ, επειδή όταν κοίταζαν έξω από το παράθυρο της τάξης δεν υπήρχε τίποτα για
να δουν. Το κακό με το νυχτερινό σχολείο ήταν ...λοιπόν δεν υπήρχε τίποτα
κακό. Όλοι νόμιζαν ότι ήταν τέλειο. Ή τουλάχιστον αυτό σκέφτονταν
στην αρχή. Δεν ήταν και πολύ έξυπνοι τότε.
Εκτός από έναν άνθρωπο που
ονομαζόταν Μπομπ. Είχε ένα κατάστημα χρωμάτων στη γενέτειρά μου, στο
Νότιγχαμ του Νιου Χάμσαϊρ, το οποίο είμαι βέβαιος ότι δεν το έχετε ακούσει
ποτέ. Ο Μπομπ δεν είχε και πάρα πολλή δουλειά, επειδή όλοι οι ενήλικοι
κοιμόντουσαν στη διάρκεια της μέρας, όταν κοιμόντουσαν και τα παιδιά τους, και
πήγαιναν στη δουλειά το βράδυ, όταν τα παιδιά τους ήταν στο σχολείο. Και
επειδή ήταν ξύπνιοι ως επί το πλείστον μέσα στο σκοτάδι, δεν μπορούσαν να δουν
ότι τα σπίτια τους χρειάζονταν βάψιμο. Αυτό σήμαινε ότι ο Μπομπ δεν
πουλούσε και πολλά χρώματα, πράγμα που σήμαινε ότι είχε χρόνο τη νύχτα να
καθίσει και να σκεφτεί.
Ο Μπομπ συνειδητοποίησε ότι τα δικά
του παιδιά δεν ήταν ευχαριστημένα. Συνεχώς διαμαρτύρονταν ότι η ζωή τους
ήταν βαρετή. Δεν υπήρχαν αθλήματα. Δεν υπήρχε ποδηλασία ή
κολύμπι. Τον χειμώνα υπήρχε νυχτερινό σκι, αλλά αυτό ήταν τόσο
παγωμένο. Ακόμη και η τηλεόραση ήταν βαρετή. Έχετε παρακολουθήσει
ποτέ τηλεόραση στις τέσσερις το πρωί; Δεν υπάρχει τίποτα, εκτός από
ειδήσεις και αγορές για το σπίτι και εκπομπές για τις πυραμίδες στην Αίγυπτο ή
την Αγγλία ή οπουδήποτε κι αν βρίσκονται. Και όταν έφτανε η ώρα για όλες
τις καλές εκπομπές, τα παιδιά του Μπομπ έπρεπε να κοιμηθούν, ώστε να μπορέσουν
να ξεκουραστούν για το νυχτερινό σχολείο.
Έτσι, ο Μπομπ έγραψε μια επιστολή
στον Πρόεδρο της Αγαπημένης Μας Χώρας και του έκανε μια πρόταση. Αυτή ήταν
η πρώτη καλή -όχι- η άριστη ιδέα του Μπομπ. Γιατί να μην
μεταφερθεί το σχολείο στη διάρκεια της μέρας; Να είναι το πρώτο πράγμα το
πρωί, αμέσως μετά την ανατολή. Λίγο αφότου θα σηκώνονταν
όλοι. Έτσι, τα παιδιά δεν θα χρειαζόταν να κοιμούνται το μεγαλύτερο μέρος
της μέρας. Θα μπορούσαν να παίξουν ποδόσφαιρο και να ρίξουν φρίσμπις και
να κολυμπήσουν στη λίμνη. Αν πήγαιναν από το πρωί στο σχολείο, τότε θα
τελείωναν το απόγευμα, όταν ο ήλιος ακόμα λάμπει, και θα μπορούσαν να κάνουν
πράγματα έξω από το σπίτι ή τουλάχιστον θα υπήρχε κάτι που θα άξιζε να
παρακολουθήσουν στην τηλεόραση.
Ο Πρόεδρος έδειξε την επιστολή του
Μπομπ στην Αντιπρόεδρο της Αγαπημένης Μας Χώρας και εκείνη την έδειξε στη
Γραμματεία Παιδείας και Λοιπού Εκπαιδευτικού Προσωπικού και έγραψε ένα μνημόνιο
για το πώς πρέπει να προσπαθήσουν να έχουν το σχολείο κατά τη διάρκεια της ημέρας,
αλλά μόνο κατά τη διάρκεια του μήνα του Φεβρουαρίου, δοκιμαστικά, διότι εάν δεν
λειτουργούσε το νέο σύστημα, τουλάχιστον το λάθος θα διαρκούσε μόνο είκοσι οκτώ
ημέρες. Όμως, όπως αποδείχθηκε, όλοι ήθελαν πολύ να πηγαίνουν στο σχολείο
κατά τη διάρκεια της ημέρας, παιδιά και γονείς και δάσκαλοι και ειδικά οι
οδηγοί λεωφορείων, οι οποίοι ήταν πραγματικά κουρασμένοι να προσπαθούν να δουν
μέσα στο σκοτάδι, όταν οδηγούσαν. Τους άρεσε τόσο πολύ, που το κράτησαν
μέχρι τον Μάρτιο και τον Απρίλιο. Τον Μάιο εκείνου του έτους τα παιδιά
επινόησαν το κίκμπολ και οι ενήλικες το γκολφ, επειδή είχαν τόσο πολύ επιπλέον
χρόνο μέσα στη μέρα. Και έτσι ο Πρόεδρος της Αγαπημένης Μας Χώρας πρότεινε
έναν νόμο που έλεγε ότι όλα τα σχολεία παντού θα δούλευαν μόνο κατά τη διάρκεια
της ημέρας -αμέσως και κατά παρέκκλιση. Και αργότερα η Γερουσία ψήφισε
μια τροπολογία στον νόμο που έλεγε ότι επειδή οι καλύτερες ημέρες είναι το
καλοκαίρι, δεν θα έπρεπε να υπάρχει σχολείο από τον Ιούνιο μέχρι τον
Σεπτέμβριο. Καθόλου. Τελεία.
Σύντομα όλοι ήταν πολύ πιο
ευτυχισμένοι από ό,τι ήταν στην αρχή. Ο γερουσιαστής του Νιου Χάμσαϊρ
αποφάσισε τη διεξαγωγή ακροάσεων για να μάθει γιατί όλοι ήταν τόσο
χαρούμενοι. Ήταν, στο κάτω-κάτω, έτος εκλογών. Ο Γερουσιαστής
κάλεσε τον Μπομπ να καταθέσει. Ο Μπομπ εξήγησε ότι ήταν η ιδέα του να
λειτουργεί το σχολείο κατά τη διάρκεια της ημέρας και έτσι ο Μπομπ είδε τη
φωτογραφία του στην εφημερίδα, στην πρώτη σελίδα, σε ένα άρθρο που συνεχιζόταν
στο τμήμα του lifestyle.
Ο ρεπόρτερ ρώτησε τον Μπομπ ποια
ήταν τα αγαπημένα του κινούμενα σχέδια και εκείνος είπε: «Αυτά με το
κουνέλι». Τον ρώτησαν ποιο ήταν το αγαπημένο του άθλημα και είπε: «Αυτό
που πετάς την μπάλα». Τον ρώτησαν ποιο είναι το αγαπημένο του πουλί και είπε:
«Αυτό που κάθεται στην ταΐστρα μου για τα πουλιά». Και τον ρώτησαν ποιο
είναι το αγαπημένο του χρώμα και είπε ... λοιπόν, είναι κανείς ακόμα
ξύπνιος; Τι νομίζετε ότι είπε;
Όταν ο Πρόεδρος της Αγαπημένης Μας
Χώρας διάβασε αυτό το άρθρο, θυμήθηκε ότι διάβασε την επιστολή του
Μπομπ. Διακήρυξε ότι θα υπάρχει αργία για τα γενέθλια του Μπομπ, που θα
ονομάζεται Ημέρα του Μπομπ, για να ευχαριστήσουν τον Μπομπ, γιατί στο κάτω-κάτω
ο Πρόεδρος ήταν κι ο ίδιος προς επανεκλογή. Και ο Μπομπ αποφάσισε ότι εάν
επρόκειτο να γίνει αργία για τα γενέθλιά του, τότε ίσως το κατάστημα χρωμάτων
του θα έπρεπε εκείνη τη μέρα να έχει ξεπούλημα, επειδή όλοι θα είχαν τη μέρα
ελεύθερη και ίσως οι πωλήσεις του να αυξάνονταν. Και αυτή ήταν η δεύτερη
καλή, όχι όμως άριστη, ιδέα του Μπομπ.
Επειδή όλοι οι οδηγοί λεωφορείων
διάβασαν το άρθρο στην εφημερίδα, για να δείξουν την εκτίμησή τους στον Μπομπ,
μπήκαν στο κατάστημα του Μπομπ και αγόρασαν κιλά από το αγαπημένο χρώμα βαφής
του Μπομπ που ήταν ...καλά, ξέρετε. Έβαψαν τα λεωφορεία τους με αυτό το χρώμα,
επειδή τώρα που οδηγούσαν την ημέρα αισθάνονταν κάπως χαζά για τα μαύρα και
σκούρα μπλε λεωφορεία τους και ειδικά για τα λεωφορεία που ήταν μπορντό με καφέ
βούλες. Επιπλέον, τους άρεσε να έχουν τα λεωφορεία τους το χρώμα του
ήλιου, ο οποίος συνήθως φώτιζε λαμπρός, όταν φόρτωναν τα παιδιά και όταν τα
αποβίβαζαν.
Ο Μπομπ έζησε 107
χρόνια. Πούλησε πολλή μπογιά, κυρίως το αγαπημένο του χρώμα. Τα
εγγόνια του εξακολουθούν να κατέχουν το κατάστημα χρωμάτων. Αλλά ο λόγος
για τον οποίο ποτέ δεν γιορτάσατε την Ημέρα του Μπομπ είναι επειδή την άλλαξαν
σε Ημέρα του Κολόμβου κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρίας του Αϊζενχάουερ,
γιατί στο κάτω-κάτω ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, ενώ αυτό που όλο κι όλο
ανακάλυψε ο Μπομπ ήταν ότι επρόκειτο για μια πραγματικά χαζή ιδέα το να στέλνουν
τα παιδιά στο σχολείο στη μέση της νύχτας. Τώρα κανείς δεν τον θυμάται
πια, εκτός από τα δισέγγονά του και ολόκληρο τον πληθυσμό της γενέτειράς μου
στο Νότιγχαμ του Νιου Χάμσαϊρ, το οποίο είμαι σίγουρος ότι δεν έχετε ακούσει
ποτέ.
Και γι’ αυτόν τον λόγο τα σχολικά λεωφορεία είναι κίτρινα.
[Μετάφραση από τα αγγλικά: Σταύρος Γκιργκένης]
No comments:
Post a Comment