Tuesday, July 21, 2020

Damon Knight (1922-2002), Πού ήσουν; ("Shall the dust praise thee?")

Η Ημέρα της Οργής έφτασε. Ο ουρανός ήχησε με σάλπιγγες, αγωνιώ­δεις, που καλούσαν. Παντού οι στεγνοί βράχοι υψώθηκαν στενάζοντας και ξαναέπεσαν σε ερείπια. Τότε ο ουρανός σκίστηκε και μέσα στο θάμβος εμφανίστηκε ένας θρόνος από λευκή φωτιά, μέσα σε ουράνιο τόξο που φλεγόταν πράσινο. Αστραπές αναβόσβησαν πέρα στους ορίζοντες. Γύρω από τον θρόνο αιωρούνταν επτά μεγαλοπρεπείς φιγούρες στα άσπρα, με χρυσαφένιες ζώνες στα στήθη τους. Και η καθεμιά τους κρατούσε στο γι­γάντιο χέρι της μία φιάλη που κάπνιζε και θυμιάτιζε στον ουρανό.

Μέσα από τη λάμψη στον θρόνο βγήκε μια φωνή: «Πάρτε το δρόμο σας και χύστε τις φιάλες της οργής του Θεού πάνω στη γη».

Και ο πρώτος άγγελος εφόρμησε προς τα κάτω και άδειασε τη φιάλη του σαν ένα χείμαρρο σκοταδιού που κάπνιζε πέρα ως πέρα στην απογυ­μνωμένη γη. Και η σιωπή βασίλευε.

Τότε ο δεύτερος άγγελος πέταξε κάτω στη γη κι έτρεχε ορμητικά πέρα-δώθε, χωρίς να αδειάσει τη φιάλη του. Και τελικά γύρισε πίσω στον θρόνο, φωνάζοντας: «Κύριε, η δική μου φιάλη πρέπει να χυθεί πάνω στη θάλασ­σα. Αλλά πού είναι η θάλασσα;» Και πάλι έγινε σιωπή. Γιατί οι ξεροί, σκο­νισμένοι βράχοι της γης απλώνονταν απεριόριστα κάτω από τον ουρανό. Και όπου υπήρχαν οι ωκεανοί, υπήρχαν μόνο αυλακωμένες κοιλότητες στην πέτρα, τόσο στεγνές και άδειες όσο και όλα τα άλλα.

Ο τρίτος άγγελος φώναξε: «Κύριε, η δική μου φιάλη ήταν για τα ποτά­μια και τις πηγές των υδάτων».

Τότε ο τέταρτος άγγελος φώναξε: «Κύριε, επίτρεψέ μου να αδειάσω τη δική μου». Και έριξε τη φιάλη του πάνω στον ήλιο: και σε μια στιγμή έγινε ζεστός με μια φοβερή λάμψη. Και ο άγγελος ταλαντεύτηκε πίσω-μπρος αφήνοντας να πέσει το φως του στη γη. Μετά από κάποιο χρονικό διάστη­μα δίστασε και γύρισε πίσω στον θρόνο. Και έγινε ξανά σιωπή.

Έπειτα, από τον θρόνο έφτασε μια φωνή λέγοντας: «Ας είναι».

Κάτω από τον πλατύ θόλο του ουρανού κανένα πουλί δεν πετούσε. Κα­νένα πλάσμα δεν σερνόταν ή είρπε στο πρόσωπο της γης. Δεν υπήρχε δέ­ντρο και δεν υπήρχε φύλλο χορταριού. Η φωνή είπε: «Αυτή είναι η ορι­σμένη ημέρα. Ας πάμε κάτω».

Τότε ο Θεός περπάτησε στη γη, όπως στην παλιά εποχή. Η μορφή του ήταν σαν κινούμενος κίονας καπνού. Και πίσω Του πορεύονταν όλοι μαζί οι επτά λευκοί άγγελοι με τις φιάλες τους, μουρμουρίζοντας. Ήταν μόνοι κάτω από τον κιτρινόγκριζο ουρανό.

«Όσοι είναι νεκροί ξέφυγαν από την οργή μας», είπε ο Κύριος ο Θεός. «Ωστόσο δεν θα ξεφύγουν από την κρίση». Η ξερή πεδιάδα στην οποία στέκονταν ήταν ο Κήπος της Εδέμ, όπου στον πρώτο άνδρα και στην πρώ­τη γυναίκα είχε δοθεί ένας καρπός που δεν έπρεπε να φάνε. Προς τα ανα­τολικά ήταν το πέρασμα μέσα από το οποίο το ελεεινό ζευγάρι είχε οδηγη­θεί στην ερημιά. Σε κάποια μικρή απόσταση προς τα δυτικά είδαν τους α­νώμαλους βράχους του Όρους Αραράτ, όπου η Κιβωτός αναπαύτηκε μετά τον καθαρτήριο Κατακλυσμό.  

Και ο Θεός είπε με φωνή μεγάλη: «ας ανοιχτεί το βιβλίο της ζωής. Ας εγερθούν οι νεκροί από τους τάφους τους και από τα βάθη της θάλασσας».  Η φωνή του αντήχησε μακριά κάτω από τον σκυθρωπό ουρανό. Και πάλι οι ξεροί βράχοι ανυψώθηκαν και έπεσαν πίσω. Αλλά οι νεκροί δεν εμφανί­στηκαν. Μόνη η σκόνη στροβιλίστηκε σαν να ήταν μονάχα αυτή που απέ­μεινε από όλα τα δισεκατομμύρια των ζωντανών και των νεκρών της γης.

Ο πρώτος άγγελος κρατούσε ένα θεόρατο βιβλίο ανοιχτό στα χέρια του. Όταν η σιωπή κράτησε αρκετή ώρα, έκλεισε το βιβλίο και στο πρόσωπό του υπήρχε φόβος. Και το βιβλίο εξαφανίστηκε από τα χέρια του.

Οι άλλοι άγγελοι μουρμούρισαν και αναστέναξαν όλοι μαζί. Ένας από αυτούς είπε: «Κύριε, τρομερός είναι ο ήχος της σιωπής, όταν τα αυτιά μας θα έπρεπε να ήταν γεμάτα με θρήνους». Και ο Θεός είπε:  «Αυτός είναι ο ορισμένος χρόνος. Ωστόσο μία μέρα στον ουρανό είναι χίλια χρόνια στη γη. Γαβριήλ, πες μου, σύμφωνα με την μέτρηση του χρόνου από τους αν­θρώπους, πόσες μέρες πέρασαν από τη Ημέρα;» 

Ο πρώτος άγγελος άνοιξε ένα βιβλίο και είπε: «Κύριε, σύμφωνα με τον τρόπο που οι άνθρωποι μετρούν το χρόνο, μία μέρα έχει περάσει από την Ημέρα». Ένα φοβισμένο μουρμουρητό διαπέρασε τους αγγέλους. Και  γυ­ρίζοντάς τους  την πλάτη, είπε ο Θεός: «μόνο μία μέρα, μία στιγμή. Κι ω­στόσο δεν εγείρονται». 

Ο πέμπτος άγγελος ύγρανε τα χείλη του και είπε: «Κύριε, δεν είσαι ο Θεός; Μπορούν να υπάρξουν μυστικά κρυμμένα από τον Δημιουργό του παντός;» 

«Ειρήνη», είπε ο Θεός και βροντές βρυχήθηκαν προς τον μουντό ορίζο­ντα. «Όταν έρθει η ώρα, θα κάνω αυτές τις πέτρες να δώσουν μαρτυρία. Εμπρός ας περπατήσουμε παραπέρα».

Περιπλανήθηκαν στα ξερά βουνά και στα άδεια φαράγγια της θάλασ­σας.

Και ο Κύριος είπε: «Μιχαήλ, σου είχε ανατεθεί να επιβλέπεις αυτούς τους ανθρώπους. Πώς συμπεριφέρονταν τις τελευταίες τους μέρες;» 

Σταμάτησαν κοντά στον όλο σχισμές κώνο του Βεζούβιου, ο οποίος κάποια εποχή που ο ουρανός δεν πρόσεχε είχε εκραγεί δύο φορές, θάβο­ντας ζωντανούς χιλιάδες.

Ο δεύτερος άγγελος απάντησε: «Κύριε, την τελευταία φορά που τους είδα ετοίμαζαν ένα μεγάλο πόλεμο».  

«Οι ανομίες τους ήταν απίστευτες», είπε ο Θεός. «Ποια ήταν τα έθνη αυτών που ετοίμασαν τον πόλεμο;»

Ο δεύτερος άγγελος απάντησε: «Κύριε, ονομάζονταν Αγγλία και Ρωσία και Κίνα και Αμερική».

«Ας πάμε λοιπόν στην  Αγγλία».

Πέρα από την ξερή πεδιάδα που κάποτε ήταν το Στενό, το νησί ήταν μια επίπεδη γη από πέτρα, διαλυμένο και έρημο. Παντού οι πέτρες ήταν εύ­θραυστες και αδύναμες. Και ο Θεός θύμωσε και κραύγασε: «ας μιλήσουν οι πέτρες!»

Τότε οι γκρίζοι βράχοι αναπήδησαν και έγιναν σκόνη, αποκαλύπτοντας κοιλότητες και τούνελ σαν τους θαλάμους μιας άδειας μυρμηγκοφωλιάς. Και σε μερικά μέρη αστραφτερό μέταλλο έλαμπε απλωμένο σε κουβάρια που είχαν μια χάρη, αλλά δεν είχαν σχέδιο, λες και το μέταλλο να είχε λιώ­σει και να είχε κυλήσει σαν νερό.

Οι άγγελοι μουρμούρισαν, αλλά ο Θεός είπε: «Σταθείτε. Δεν τελειώσα­με».

Διέταξε ξανά: «Μιλήστε!» Και τα βράχια υψώθηκαν ακόμη μία φορά για να φανερώσουν γυμνό έναν θάλαμο που ήταν ακόμα πιο βαθιά. Και σιωπηλά ο Θεός και οι άγγελοι στάθηκαν σε κύκλο γύρω από το χάσμα και έσκυψαν για να δουν ποια σχήματα γυάλιζαν εκεί. Στον τοίχο του πιο χα­μηλού θαλάμου κάποιος είχε σκαλίσει μια σειρά από γράμματα. Και όταν η μηχανή σ’ αυτόν τον θάλαμο καταστράφηκε, το πύρινο μέταλλο διασκορ­πίστηκε και γέμισε τα γράμματα στον τοίχο, με αποτέλεσμα να λάμπουν τώρα σαν ασήμι μέσα στο σκοτάδι. 

Και ο Θεός διάβασε τις λέξεις.

ΕΜΕΙΣ ΗΜΑΣΤΑΝ ΕΔΩ. ΕΣΥ ΠΟΥ ΗΣΟΥΝ;

[Μετάφραση από τα αγγλικά: Σταύρος Γκιργκένης.

Τίτλος πρωτοτύπου: "Shall the dust praise thee?"]

No comments:

Post a Comment