Thursday, August 13, 2020

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου -3 ποιήματα

 


Ρίζες


Περάσαμε όλο το πρωί μετρώντας σύννεφα

ξυπνούσε η γη κάτω απ' τα πόδια τρομαγμένη

άνυδρη χρόνια μες στο φως τριβόταν έσπαγε

και πουθενά νερό να μας παρηγορήσει.

 

Περάσαμε όλο το πρωί εδώ στον τόπο μας

αφέντης ήλιος πυρπολούσε τα λιθάρια

κυλούσε ο ίδρωτας στα μάγουλα στα χείλη μας

κυλούσε και σφαλούσαμε τα μάτια.

 

Δες όμως ξάφνου πόσο βάρυναν τα πόδια μας

δες πόσο βυθιζόμαστε στο χώμα

την ώρα που χλωροί βλαστοί πολύκλωνοι

μέσα απ' τα σπλάχνα μας ανθίζουν και ψηλώνουν.

 

..............................................................................................

Δεν είμαι εγώ

 

Δεν είμαι “εγώ”

 

είμαι οι φωνές χιλιάδων που οργώνανε

τα διψασμένα τους χωράφια μες στον ήλιο

μισόλογα του έρωτα στα σύδεντρα

στα πέρα σπίτια του χωριού μετά τη δύση.

 

Είμαι τα όνειρα στις κούνιες των μωρών

τα αυτοσχέδια παραμύθια των γιαγιάδων

οι ψαλμωδίες του παπά πάνω απ' τα μνήματα

ο αχός των κοπαδιών με τα κουδούνια.

 

Είμαι το βλέμμα των παιδιών στις αταξίες τους

το κομπολόι των γερόντων στον καφέ τους

του γερο-δάσκαλου η φωνή βαριά κι αργόσυρτη

στα μονοθέσια σχολειά της επαρχίας.

 

Δεν είμαι, δε μπορεί να 'μαι “εγώ”:

 

μόνο όσα πρόλαβα να ζήσω κι όσα μ' άφησαν

δώρο στο αίμα μου οι παλιοί που προσπεράσαν.

..................................................................

Πόσοι


                                         
Kαι τι'μαι; Χόρτο ριζωμένο σ' ένα σβώλο”

                                                                                     Κωστής Παλαμάς

 

                                        

Πόσοι στο μάκρος του καιρού λες πως ορκίζονταν

πως ήτανε “δική τους” τούτη η γη, “ολόδική τους”

στρωμένη ως πέρα με μηλιές ψηλές και λιόδεντρα

περήφανα πλατάνια και μ' αμπέλια.

 

Εδώ σπιτάκια στη σειρά, ζωές που ανάσαιναν

όμως κανείς πια δε θυμάται μήτε ξέρει

πώς σβήστηκαν τα βήματα στον δρόμο τους

πώς χάθηκαν τ' αχνάρια τους στο χώμα                              

σαν να μην πέρασαν ποτέ ή μες στον άνεμο

άχυρα φύγανε μικρά κι έχουν σκορπίσει.

 

Αχ, είναι η γη παντοτινά βουβή κι αθόρυβη

για πάντα εδώ, για πάντα εδώ, για πάντα ξένη

κι ας την αγάπησαν σαν μάνα τους κι ας πόνεσαν

κι ας την ποτίσανε με ίδρωτα και αίμα.

..............................................................................................

No comments:

Post a Comment