Robert Silverberg
Πώς οι θεοί κατάλαβαν ότι είναι θεοί [1]
Υπάρχει μια ιστορία που τη λένε σε όσα παιδιά
μαθαίνουν ακόμα τη Διαθήκη, για τις μέρες που οι θεοί δεν είχαν ακόμη πάψει να
περπατούν στον κόσμο με ανθρώπινη μορφή και οι πρώτοι άνθρωποι δεν είχαν ακόμη
φθάσει στον Μπόρθαν. Οι θεοί εκείνη την εποχή δεν ήξεραν ότι ήταν θεϊκοί,
γιατί δεν υπήρχαν θνητοί γύρω τους για σύγκριση, και έτσι ήταν αθώα όντα, που
αγνοούσαν τις δυνάμεις τους και ζούσαν με απλό τρόπο. Κατοικούσαν στην περιοχή
της Μανέραν -αυτή είναι η πηγή του ισχυρισμού της Μανέραν για υπέρτερη
αγιότητα, ο θρύλος ότι ήταν κάποτε το σπίτι των θεών- έτρωγαν καρπούς και φύλλα
και κυκλοφορούσαν χωρίς ρούχα, εκτός από την εποχή του ήπιου χειμώνα της
Μανέραν, όταν έριχναν χαλαρά πάνω στους ώμους τους εσάρπες από δέρμα ζώων. Και
δεν υπήρχε πάνω τους τίποτα το θεϊκό.
Μια μέρα δύο από αυτούς τους μη θεϊκούς θεούς αποφάσισαν ότι θα πήγαιναν να ρίξουν μια ματιά στον κόσμο. Η ιδέα για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου ταξιδιού ήρθε πρώτα στον θεό του οποίου το μυστικό όνομα είναι Κινάλ και τώρα προστατεύει τους οδοιπόρους. (Ναι, είναι αυτός από τον οποίο πήρα το όνομά μου). O Κινάλ κάλεσε τη θεά Θίργκα να τον συνοδεύσει, τη θεότητα που τώρα ευθύνεται για την προστασία των ερωτευμένων. Η Θίργκα μοιραζόταν την ενεργητικότητα του Κινάλ και έτσι αναχώρησαν. Από τη Μανέραν περπάτησαν δυτικά κατά μήκος της νότιας ακτής, μέχρι που έφτασαν στις ακτές του Κόλπου της Σουμάρ. Στη συνέχεια στράφηκαν βόρεια και πέρασαν μέσα από το Χάσμα του Στρόιν, ακριβώς δίπλα στον τόπο όπου τελειώνουν τα Όρη Χουίστορ. Εισήλθαν στα Υγρά Πεδινά, τα οποία δεν τα βρήκαν της αρεσκείας τους, και τελικά αποτόλμησαν να παν στα Παγωμένα Πεδινά, όπου πίστεψαν ότι θα πεθάνουν από το κρύο. Έτσι γύρισαν πάλι νότια και αυτή τη φορά βρέθηκαν να κοιτάνε τις εσωτερικές πλαγιές του Όρους Θρέιστορ. Δεν φαινόταν να υπάρχει τρόπος να διαβούν πάνω από αυτή την επιβλητική οροσειρά. Ακολούθησαν τους ανατολικούς της πρόποδες προς τα νότια, αλλά δεν μπορούσαν να βγουν από τα Καμένα Πεδινά και υπέστησαν μεγάλες κακουχίες, μέχρι που επιτέλους έπεσαν πάνω στην Πύλη της Θρέις και διέσχισαν αυτό το δύσκολο πέρασμα προς τη δροσερή και ομιχλώδη επαρχία της Θρέις.
Την πρώτη μέρα τους στη Θρέις οι δύο θεοί ανακάλυψαν
ένα μέρος όπου έρεε μια πηγή από κάποια λοφοπλαγιά. Το άνοιγμα στην πλαγιά του
λόφου είχε εννέα πλευρές και ο βράχος γύρω από το άνοιγμα ήταν τόσο φωτεινός
που τύφλωνε το μάτι, γιατί κυμάτιζε και ιρίδιζε και έλαμπε με πολλά χρώματα
συνεχώς παλλόμενα και μεταλλασσόμενα: κόκκινο και πράσινο και βιολετί και
ιβουάρ και τυρκουάζ και πολλά άλλα. Και το νερό που ανάβλυζε είχε την ίδια
λαμπερή ποιότητα, περιέχοντας εντός του κάθε χρώμα που είχε δει ποτέ κανείς. Το
ρεύμα έρεε μόνο για μια μικρή απόσταση με αυτό τον τρόπο και έπειτα χανόταν
στα ύδατα ενός πολύ μεγαλύτερου ρυακιού, στο οποίο όλα τα θαυμαστά χρώματα
εξαφανίζονταν. Ο Κινάλ είπε: «έχουμε περιπλανηθεί για καιρό στα Καμένα Πεδινά
και τα λαρύγγια μας είναι ξερά από τη δίψα. Θα πιούμε;» Και η Θίργκα είπε,
«Ναι, ας πιούμε», και γονάτισε πλάι στο άνοιγμα στην πλαγιά του λόφου. Έβαλε
τις χούφτες της και τις γέμισε με το λαμπερό νερό και το έχυσε στο στόμα της.
Και ο Κινάλ ήπιε επίσης και η γεύση του νερού ήταν τόσο γλυκιά, που έβαλαν τα
πρόσωπά τους στη ροή της πηγής, καταπίνοντας όλη την ποσότητα που μπορούσαν.
Καθώς το έκαναν αυτό, βίωσαν παράξενες αισθήσεις του σώματος και του μυαλού
τους. Ο Κινάλ κοίταξε προς τη Θίργκα και συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να δει
τις σκέψεις μέσα στην ψυχή της και ότι ήταν σκέψεις αγάπης για κείνον. Κι
εκείνη κοίταξε προς τη μεριά του και είδε επίσης τις σκέψεις του. «Είμαστε
διαφορετικοί τώρα», είπε ο Κινάλ και δεν χρειαζόταν καν λόγια για να μεταφέρει
τι εννοούσε, γιατί η Θίργκα τον κατάλαβε μόλις σχηματίστηκε η σκέψη του. Και
του απάντησε: «όχι, δεν είμαστε διαφορετικοί, αλλά είμαστε απλώς σε θέση να
κατανοήσουμε τη χρήση των χαρισμάτων που πάντοτε είχαμε». Και ήταν αλήθεια
αυτό. Γιατί είχαν πολλά χαρίσματα και δεν τα είχαν χρησιμοποιήσει ποτέ πριν.
Μπορούσαν να υψώνονται στον αέρα και να ταξιδεύουν σαν πουλιά. Μπορούσαν να
αλλάξουν το σχήμα του σώματός τους. Μπορούσαν να περπατήσουν μέσα από τα Καμένα
Πεδινά ή τα Παγωμένα Πεδινά και να μην αισθάνονται καμιά δυσφορία. Μπορούσαν να
ζήσουν χωρίς να φάνε τροφή. Μπορούσαν να σταματήσουν το γέρασμα της σάρκας
τους και να γίνουν τόσο νέοι, όσο τους άρεσε. Μπορούσαν να μιλούν χωρίς λόγια.
Όλα αυτά τα πράγματα θα μπορούσαν να τα έχουν κάνει πριν έρθουν στην πηγή, αλλά
δεν γνώριζαν πώς, και τώρα ήταν ικανοί να χρησιμοποιήσουν τις δεξιότητες με
τις οποίες είχαν γεννηθεί. Είχαν μάθει, πίνοντας το νερό της φωτεινής πηγής,
πώς να ζουν σαν θεοί. Όμως, ακόμα κι έτσι, δεν ήξεραν ακόμα ότι ήταν θεοί.
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θυμήθηκαν τους
άλλους που ζούσαν στη Μανέραν και πέταξαν πίσω για να τους πουν για την πηγή.
Το ταξίδι κράτησε μόνο μια στιγμή. Όλοι οι φίλοι τους συνωστίστηκαν γύρω τους,
καθώς ο Κινάλ και η Θίργκα μίλησαν για το θαύμα της πηγής και επέδειξαν τις
δυνάμεις που είχαν κατακτήσει. Όταν τελείωσαν, όλοι στη Μανέραν αποφάσισαν να
πάνε στην πηγή και ξεκίνησαν σε μια μακρά πομπή, μέσω του Χάσματος Στρόιν και
των Υγρών Πεδινών και πάνω από τις ανατολικές πλαγιές του Όρους Θρέιστορς προς
την Πύλη της Θρέις. Ο Κινάλ και η Θίργκα πετούσαν από πάνω τους, οδηγώντας
τους από μέρα σε μέρα. Τελικά έφθασαν στην τοποθεσία της πηγής και ένας-ένας
έπιναν από αυτήν και έγιναν σαν θεοί. Μετά διασκορπίστηκαν, μερικοί
επιστρέφοντας στη Μανέραν, μερικοί πηγαίνοντας στη Σάλλα, άλλοι πηγαίνοντας
ακόμα και στην Σουμάρα Μπόρθαν ή στις μακρινές ηπείρους της Ούμπις, της Ντάμπις
και της Τίμπις, αφού τώρα που ήταν σαν θεοί, δεν υπήρχαν όρια στην ταχύτητα που
ταξίδευαν και ήθελαν να δουν αυτά τα περίεργα μέρη. Όμως ο Κινάλ και ο Θίργκα
εγκαταστάθηκαν δίπλα στην πηγή, στην ανατολική Θρέις, και ήταν ικανοποιημένοι
εξερευνώντας ο ένας την ψυχή του άλλου.
Πέρασαν πολλά χρόνια και στη συνέχεια το αστρόπλοιο
των προγόνων μας κατέβηκε στη Θρέις, κοντά στη δυτική ακτή. Οι άνθρωποι είχαν
φτάσει επιτέλους στον Μπόρθαν. Έστησαν μια μικρή πόλη και κίνησαν για το έργο
της συλλογής τροφίμων. Ένα συγκεκριμένο άτομο που ονομαζόταν Ντιγκάντ και ήταν
μεταξύ αυτών των αποίκων τόλμησε να πάει βαθιά μέσα στο δάσος σε αναζήτηση
κρέατος ζώων, αλλά χάθηκε και περιπλανιόταν και περιπλανιόταν, μέχρι που τελικά
έφτασε στον τόπο όπου ζούσαν ο Κινάλ και η Θίργκα. Δεν είχε δει ποτέ πριν
πλάσματα σαν αυτούς, ούτε κι αυτοί πλάσμα σαν εκείνον. «Τι είδους όντα είστε;»,
ρώτησε. Ο Κινάλ απάντησε: «Κάποτε ήμασταν πολύ συνηθισμένα όντα, αλλά τώρα
περνάμε καλά, γιατί ποτέ δεν γερνάμε και μπορούμε να πετάξουμε γρηγορότερα από
οποιοδήποτε πουλί και οι ψυχές μας είναι ανοικτές η μια στην άλλη και μπορούμε
να πάρουμε οποιαδήποτε μορφή θέλουμε». «Λοιπόν, τότε, είστε θεοί!», φώναξε ο
Ντιγκάντ. «Θεοί; Τι είναι οι θεοί;» Και ο Ντιγκάντ εξήγησε ότι ήταν ένας
άνθρωπος και δεν είχε τέτοιες δυνάμεις σαν τις δικές τους, γιατί οι άνθρωποι
πρέπει να χρησιμοποιούν λέξεις για να μιλήσουν και δεν μπορούν ούτε να
πετάξουν, ούτε να αλλάξουν το σχήμα τους, αλλά γερνούν με κάθε ταξίδι του
κόσμου γύρω από τον ήλιο, μέχρι που έρχεται η ώρα του θανάτου. Ο Κινάλ και η
Θίργκα άκουγαν με προσοχή, συγκρίνοντας τον εαυτό τους με τον Ντιγκάντ, και
όταν σταμάτησε να μιλά, ήξεραν ότι ήταν αλήθεια, ότι εκείνος ήταν ένας
άνθρωπος και ότι οι ίδιοι ήταν θεοί. «Κάποτε ήμασταν και οι ίδιοι σχεδόν σαν
άνθρωποι», παραδέχτηκε ο Θίργκα. «Νιώθαμε πείνα και γερνούσαμε και μιλούσαμε
μόνο με τη βοήθεια των λέξεων και έπρεπε να βάζουμε το ένα πόδι μπροστά από το
άλλο για να πάμε από τόπο σε τόπο. Ζούσαμε σαν άνθρωποι από άγνοια, γιατί δεν
ξέραμε τις δυνάμεις μας. Αλλά μετά τα πράγματα άλλαξαν». «Και τι τα άλλαξε;»,
ρώτησε ο Ντιγκάντ. «Να!», είπε ο Κινάλ στην αθωότητά του, «ήπιαμε από εκείνη
την αστραφτερή πηγή και το νερό της μας άνοιξε τα μάτια στις δυνάμεις μας και
μας επέτρεψε να γίνουμε σαν θεοί. Αυτό ήταν όλο».
Τότε η ψυχή του Ντιγκάντ ξεσηκώθηκε από ενθουσιασμό,
γιατί είπε στον εαυτό του ότι και ο ίδιος θα μπορούσε να πιει από την πηγή και
τότε θα ενωνόταν μ’ αυτό το ζευγάρι στη θεϊκότητα. Στη συνέχεια θα κρατούσε την
πηγή ως μυστικό, όταν θα επέστρεφε στους αποίκους στην ακτή, και θα τον
λάτρευαν ως τον ζωντανό θεό τους και θα τον μεταχειρίζονταν με ευλάβεια, αλλιώς
θα τους κατάστρεφε. Αλλά ο Ντιγκάντ δεν τολμούσε να ζητήσει από τον Κινάλ και
τη Θίργκα να τον αφήσουν να πιει από την πηγή, γιατί φοβόταν ότι θα του το
αρνούνταν, φυλάγοντας ζηλότυπα τη θεότητά τους. Έτσι, συνέλαβε ένα σχέδιο για
να τους απομακρύνει από αυτό το μέρος. «Είναι αλήθεια», τους ρώτησε,
«ότι μπορείτε να ταξιδέψετε τόσο γρήγορα, ώστε να είστε ικανοί να
επισκεφθείτε κάθε μέρος αυτού του κόσμου σε μία μόνο ημέρα;». Ο Κινάλ τον
διαβεβαίωσε ότι αυτό ήταν αλήθεια. «Φαίνεται δύσκολο να το πιστέψει κανείς», είπε
ο Ντιγκάντ. «Θα σου το αποδείξουμε», είπε η Θίργκα και άγγιξε με το χέρι της το
χέρι του Κινάλ και οι δύο θεοί πέταξαν ψηλά. Έφτασαν στην ψηλότερη κορυφή του
Θρέιστορς και μάζεψαν από εκεί χιονολούλουδα. Κατέβηκαν στα Καμένα Πεδινά και
μάζεψαν μια χούφτα από το κόκκινο χώμα. Στα Υγρά Πεδινά μάζεψαν βότανα. Από τον
κόλπο της Σουμάρ πήραν λίγο ποτό από ένα σάρκινο δέντρο. Στις ακτές του Πολικού
Κόλπου απέσπασαν ένα δείγμα του αιώνιου πάγου. Στη συνέχεια πήδηξαν πάνω από
την κορυφή του κόσμου προς την παγωμένη Τίμπις και άρχισαν το ταξίδι τους στις
μακρινές ηπείρους, ώστε να μπορέσουν να φέρουν πίσω στον Ντιγκάντ που αμφέβαλε
κάτι από κάθε μέρος του κόσμου.
Τη στιγμή που ο Κινάλ και η Θίργκα αναχώρησαν γι’
αυτήν την περιπέτεια, ο Ντιγκάντ έσπευσε στην πηγή των θαυμάτων. Εκεί δίστασε
για λίγο, φοβούμενος ότι οι θεοί θα επιστρέψουν ξαφνικά και θα τον σκοτώσουν
για το θράσος του. Αλλά δεν εμφανίστηκαν και ο Ντιγκάντ βούτηξε το πρόσωπό του
στο ρεύμα και ήπιε βαθιά, σκεπτόμενος: «τώρα θα είμαι κι εγώ σαν θεός». Γέμισε
τα σωθικά του με το λαμπερό νερό και ταλαντεύτηκε και άρχισε να ζαλίζεται και
έπεσε στο έδαφος. «Είναι αυτή η θεϊκή κατάσταση;», αναρωτιόταν. Προσπάθησε να
πετάξει και δεν μπορούσε. Προσπάθησε να αλλάξει το σχήμα του και δεν μπορούσε.
Απέτυχε σε όλα αυτά, επειδή καταρχήν ήταν ένας άνθρωπος και όχι ένας θεός και
η πηγή δεν μπορούσε να αλλάξει έναν άνθρωπο σε θεό, αλλά μπορούσε μόνο να βοηθήσει,
ώστε ένας θεός να πραγματώσει το σύνολο των δυνάμεών του.
Αλλά η πηγή έδωσε στον Ντιγκάντ ένα χάρισμα. Του
επέτρεψε να φτάσει στο μυαλό των άλλων ανθρώπων που είχαν εγκατασταθεί στη
Θρέις. Καθώς κειτόταν στο έδαφος, μουδιασμένος από την απογοήτευση, άκουσε ένα
μικροσκοπικό γαργαλιστικό ήχο στο κέντρο του μυαλού του και έδωσε ιδιαίτερη
προσοχή σ’ αυτόν και συνειδητοποίησε ότι άκουγε το νου των φίλων του. Και βρήκε
έναν τρόπο να ενισχύσει τον ήχο, ώστε να μπορεί να ακούει τα πάντα καθαρά. Ναι,
αυτό ήταν το μυαλό της γυναίκας του, αυτό ήταν το μυαλό της αδελφής του, αυτό
ήταν το μυαλό του συζύγου της αδελφής του. Και ο Ντιγκάντ μπορούσε να
διεισδύσει μέσα σε οποιαδήποτε από αυτά, αλλά και σε κάθε άλλο μυαλό,
διαβάζοντας τις βαθύτερες σκέψεις. «Αυτή είναι η θεϊκότητα», είπε στον εαυτό
του. Και διερεύνησε τον νου τους βαθιά, ξετρυπώνοντας όλα τα μυστικά τους.
Σταθερά αύξησε την εμβέλεια της δύναμής του, μέχρι
που κάθε μυαλό ήταν ταυτόχρονα συνδεμένο με το δικό του. Έβγαλε από μέσα τους
τα απόκρυφα της ψυχής τους, ώσπου, μεθυσμένος από τη νέα του δύναμη,
φουσκωμένος από την υπερηφάνεια της θεότητάς του, έστειλε ένα μήνυμα σε όλα
αυτά τα μυαλά από το μυαλό του, λέγοντας: «Ακούστε τη φωνή του Ντιγκάντ. Είναι
ο Ντιγκάντ ο θεός που θα λατρεύετε». Όταν αυτή η τρομερή φωνή εισέβαλε στο
μυαλό τους, πολλοί από τους αποίκους στη Θρέις έπεσαν νεκροί από το σοκ, άλλοι
έχασαν τα λογικά τους και άλλοι έτρεχαν πέρα-δώθε με άγρια τρόμο κραυγάζοντας:
«ο Ντιγκάντ έχει εισβάλει στο μυαλό μας! Ο Ντιγκάντ έχει εισβάλει στο μυαλό
μας!». Και τα κύματα του φόβου και του πόνου που έβγαιναν από μέσα τους ήταν
τόσο έντονα, ώστε ο ίδιος ο Ντιγκάντ υπέφερε πολύ, πέφτοντας σε παράλυση και
λήθαργο, αν και το ζαλισμένο μυαλό του συνέχισε να βρυχάται: «Ακούστε τη φωνή
του Ντιγκάντ. Είναι ο Ντιγκάντ ο θεός που θα λατρεύετε». Κάθε φορά που έβγαινε
η μεγάλη κραυγή, περισσότεροι άποικοι πέθαιναν και περισσότεροι έχαναν τα
λογικά τους και ο Ντιγκάντ, ανταποκρινόμενος στην ψυχική ταραχή που είχε
προκαλέσει, σπαρταρούσε και έτρεμε μέσα στην αγωνία, ανίκανος εξ ολοκλήρου να
ελέγξει τις δυνάμεις του εγκεφάλου του.
Ο Κινάλ και η Θίργκα ήταν στην Ντάμπις, όταν συνέβη
αυτό, τραβώντας από κάποιο βάλτο ένα σκουλήκι με τριπλό κεφάλι για να το
δείξουν στη Ντιγκάντ. Τα μουγκρίσματα του μυαλού του Ντιγκάντ εξαπλώθηκαν με
ταχύτητα σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στη Ντάμπις, και ακούγοντας αυτούς τους
ήχους ο Κινάλ και η Θίργκα παράτησαν αυτό που έκαναν και έσπευσαν πίσω στη
Θρέις. Βρήκαν τον Ντιγκάντ ετοιμοθάνατο, το μυαλό του σχεδόν καμένο και τους
αποίκους της Θρέις νεκρούς ή τρελούς. Και κατάλαβαν αμέσως πώς συνέβη αυτό.
Γρήγορα έδωσαν τέλος στη ζωή του Ντιγκάντ, έτσι ώστε να υπάρξει σιωπή στη
Θρέις. Στη συνέχεια πήγαν ανάμεσα στα θύματα του επίδοξου θεού και ανέστησαν
όλους τους νεκρούς και θεράπευσαν όλους τους τραυματίες. Και τέλος σφράγισαν το
άνοιγμα στην πλαγιά του λόφου με μια σφραγίδα που δεν μπορούσε να σπάσει, γιατί
ήταν σαφές σ’ αυτούς ότι οι άνθρωποι δεν έπρεπε να πίνουν από αυτή την πηγή,
παρά μόνο οι θεοί, και όλοι οι θεοί είχαν ήδη πιει τη δόση τους.
Οι άνθρωποι της Θρέις έπεσαν στα γόνατά τους ενώπιον αυτών των δύο και ρώτησαν με δέος: «ποιοι είστε;». Και ο Κινάλ και η Θίργκα απάντησαν: «είμαστε θεοί και είστε μόνο άνθρωποι». Και αυτή ήταν η αρχή του τέλους της αθωότητας των θεών. Από τότε και μετά είναι απαγορευμένο μεταξύ των ανθρώπων να αναζητούν τρόπους να μιλούν μυαλό με μυαλό, λόγω του κακού που είχε κάνει ο Ντιγκάντ και γράφτηκε στη Διαθήκη ότι καθένας πρέπει να κρατά την ψυχή του ξέχωρα από τις ψυχές των άλλων, αφού μόνο οι θεοί μπορούν να σμίξουν τις ψυχές τους χωρίς να καταστρέψουν ο ένας τον άλλο. Και εμείς δεν είμαστε θεοί.
[Μετάφραση
από τα αγγλικά: Σταύρος Γκιργκένης/Stavros Girgenis]
[1]
Αυτοτελής ιστορία από το μυθιστόρημα A Time of Changes, Doubleday 1971.
No comments:
Post a Comment